Cyprus Times

Αστυνομικός κατηγορήθηκε, προφυλακίστηκε, αθωώθηκε, απολύθηκε αλλά… δεν βρήκε το δίκιο

Published December 18, 2025, 08:11
Αστυνομικός κατηγορήθηκε, προφυλακίστηκε, αθωώθηκε, απολύθηκε αλλά… δεν βρήκε το δίκιο

Αστυνομικός κατηγορήθηκε, προφυλακίστηκε, αθωώθηκε, απολύθηκε από την δουλειά του… αλλά δεν βρήκε το δίκιο του γιατί οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, απέρριψε έφεση πρώην αστυνομικού, με την οποία επιδίωκε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει την αγωγή του κατά του Γενικού Εισαγγελέα για κακόβουλη δίωξη. Το Ανώτατο επικύρωσε ότι η συνταγματική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να κινεί και να διεξάγει ποινικές διώξεις, δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, στοιχείο που καθιστά την αγωγή καταδικασμένη σε απόρριψη.
Η υπόθεση έχει αφετηρία ποινική διαδικασία του 2008. Ο Ν.Ν., ο οποίος ήταν αστυνομικός, βρέθηκε κατηγορούμενος (μαζί με άλλους) σε υπόθεση που αφορούσε, αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και αδικήματα ναρκωτικών. Η παραπομπή έγινε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι τη δίκη.
Κατά την περίοδο εκείνη, ο Ν.Ν. προσέβαλε δικαστικά διατάγματα κράτησης με εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν. Αργότερα, πριν την έναρξη της δίκης, το Κακουργιοδικείο τον άφησε ελεύθερο υπό όρους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.
Απαλλαγή και αθώωση
Στο Κακουργιοδικείο, η μαρτυρία που «έδενε» τον Ν.Ν. με τις κατηγορίες προερχόταν από συγκατηγορούμενη, η οποία είχε δώσει τρεις καταθέσεις στην Αστυνομία. Με ενδιάμεση απόφαση, κατά πλειοψηφία, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι οι συγκεκριμένες καταθέσεις δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές ως μαρτυρία.
Η εξέλιξη αυτή αποδείχθηκε καθοριστική και έτσι τον Δεκέμβριο του 2009, μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η μαρτυρία κατά του Ν.Ν. ήταν ανεπαρκής για να στοιχειοθετηθούν τα συστατικά των αδικημάτων, δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ο Ν.Ν. απαλλάχθηκε και αθωώθηκε.
Αθωώθηκε αλλά είχε απολυθεί
Εν τω μεταξύ, ο Ν.Ν. απολύθηκε από την Αστυνομία, με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου που είχε συσταθεί και επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Εφέσεων. Το Ανώτατο, σε μεταγενέστερη διαδικασία, παραμέρισε την απόφαση απόλυσης, αλλά η αστυνομία δεν τον επανέφερε στις τάξεις της.
Αγωγή για κακόβουλη δίωξη
Μετά την αθώωσή του, ο Ν.Ν. κατέθεσε αγωγή διεκδικώντας ειδικές, γενικές, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη, υποστηρίζοντας ότι οι ενέργειες του Γενικού Εισαγγελέα και της Αστυνομίας ήταν κακόβουλες και χωρίς νομικό υπόβαθρο ή επαρκή μαρτυρία. Πρόσθεσε επίσης ότι υπήρξε μεταγενέστερη ποινική υπόθεση το 2012, η οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, στηρίχθηκε σε «παραποιημένα» στοιχεία σε ένταλμα έρευνας και τελικά η δίωξη ανεστάλη. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο ότι παρέμεινε υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές για 5 μήνες και 14 ημέρες, με συνέπειες, όπως οικονομικές απώλειες, πόνο και ψυχική ταλαιπωρία.
Το «προεξάρχον» ζήτημα του ανέλεγκτου
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μοναδική προφορική μαρτυρία που προσκομίστηκε, δηλαδή τη μαρτυρία του ίδιου του Ν.Ν. Περαιτέρω, και αυτό είναι το σημείο που σφράγισε την υπόθεση, έθεσε ως «προεξάρχον στοιχείο» το κατά πόσο μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον Γενικό Εισαγγελέα για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση των συνταγματικών του καθηκόντων στην ποινική δίωξη. Η κατάληξη ήταν αρνητική: η άσκηση των σχετικών εξουσιών θεωρήθηκε δικαστικώς ανέλεγκτη με βάση τα Άρθρα 113 και 114 του Συντάγματος.
Για λόγους πληρότητας, το πρωτόδικο προχώρησε και σε άλλες διαπιστώσεις, κρίνοντας ότι ο Ν.Ν. δεν απέδειξε την υπόθεσή του στο ισοζύγιο πιθανοτήτων στη βάση του άρθρου 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148). Κατέγραψε μάλιστα ότι, αν κατέληγε διαφορετικά, θα επιδίκαζε €5.000 ως γενικές αποζημιώσεις, όμως η αγωγή απορρίφθηκε.
Ευθύνες στην Αστυνομία
Στο Ανώτατο, ο Ν.Ν. προέβαλε επτά λόγους έφεσης. Το Δικαστήριο, όμως, έκρινε ότι ο πέμπτος λόγος είναι καθοριστικός και, αν απορριφθεί, δεν υπάρχει ανάγκη να εξεταστούν οι υπόλοιποι.
Ο πέμπτος λόγος ανέφερε, πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την υπόθεση επικαλούμενο το ανέλεγκτο των πράξεων του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ, κατά τον Ν.Ν., το πραγματικό επίκεντρο θα έπρεπε να είναι οι ενέργειες της Αστυνομίας που οδήγησαν στην έναρξη της ποινικής δίωξης. Με άλλα λόγια, επιχείρησε να μεταφέρει το βάρος της ευθύνης για την δίωξη του από τον Γενικό Εισαγγελέα, στην Αστυνομία η οποία εισηγήθηκε και «έσπρωξε» την υπόθεση προς τη δίωξη.
Ποιος είναι η διωκτική αρχή;
Το Ανώτατο εξέτασε παραδεκτά γεγονότα, ανάμεσά τους και το Ημερολόγιο Ενεργείας της υπόθεσης. Από την περιγραφή που γίνεται στην απόφαση, η ροή ήταν η ακόλουθη. ΥΚΑΝ Λάρνακας προς διοικητική ιεραρχία, κατόπιν προς Αρχηγό Αστυνομίας και τελικά προς Γενικό Εισαγγελέα, με εισήγηση για ποινική δίωξη. Ακολούθησε αίτημα γραπτής συγκατάθεσης για απευθείας δίκη στο Κακουργιοδικείο και αίτημα κράτησης μέχρι τη δίκη και σημείωμα Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, με το οποίο δόθηκε η συγκατάθεση, ενώ το κατηγορητήριο έφερε υπογραφή Εισαγγελέα για τον Γενικό Εισαγγελέα.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, βάσει Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εξουσία, κατά την κρίση του, να κινεί, διεξάγει, συνεχίζει ή διακόπτει διαδικασίες ή να διατάσσει δίωξη. Μία δίωξη αρχίζει με κατηγορητήριο ενώπιον Δικαστηρίου, το οποίο υπογράφεται από ή εκ μέρους του προσώπου ή του κυβερνητικού τμήματος που απαγγέλλει την κατηγορία, με συγκεκριμένες νομοθετικές προβλέψεις στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο (Κεφ. 155).
Η ουσία του συμπεράσματος ήταν πως οι αστυνομικοί εισηγήθηκαν, ο Αρχηγός υπέβαλε εισήγηση, αλλά η απόφαση για δίωξη λήφθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα που είχε ενώπιόν του το υλικό και προχώρησε στην καταχώριση του κατηγορητηρίου. Άρα, δεν ευσταθεί ότι η διωκτική αρχή ήταν η Αστυνομία.
Το «ανέλεγκτο» ταφόπλακα στην αγωγή
Αφού ξεκαθάρισε ότι η δίωξη είναι πράξη του Γενικού Εισαγγελέα, το Ανώτατο επανήλθε στο κομβικό θέμα. Η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα, όπως έχει ερμηνευθεί διαχρονικά από τη νομολογία, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Η απόφαση υιοθετεί εκτενώς ανάλυση που είχε γίνει σε πρόσφατη υπόθεση του 2025 (Ιωάννου κ.ά. κατά Γενικού Εισαγγελέα κ.ά.), με παραπομπές σε παλαιότερες αποφάσεις, περιλαμβανομένων αναφορών σε ζητήματα ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και στη θέση ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν σημαίνει και ουσιαστικό δικαίωμα να επιβληθεί δικαστικός έλεγχος στην κρίση του Γενικού Εισαγγελέα.
Με απλά λόγια, η προσέγγιση του Ανωτάτου είναι ότι δεν μπορεί το Σύνταγμα να λέει πως η κρίση του Γενικού Εισαγγελέα είναι δικαστικώς ανέλεγκτη και ταυτόχρονα ένα δικαστήριο να κρίνει, μέσω αγωγής για κακόβουλη δίωξη, ότι αυτή η κρίση ήταν παράνομη ή καταχρηστική, επειδή έτσι θα γινόταν από την πίσω πόρτα αυτό που αποκλείεται από την μπροστινή.
Με αυτά τα δεδομένα, το Ανώτατο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθώς κατέληξε πως η αγωγή «υπόκειτο, δίχως άλλο, σε απόρριψη» λόγω του ανέλεγκτου της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, δεν εξέτασε καν τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Ο Ν.Ν όχι μόνο δεν κατάφερε να εξασφαλίσει αποζημιώσεις αλλά επιδικάστηκαν εναντίον του και €2.500 δικαστικά έξοδα. Την απόφαση εξέδωσαν οι Δικαστές Χ. Μαλάχτος, Ι. Ιωαννίδης και Ε. Εφραίμ, ενώ τον Ν.Ν εκπροσώπησε η δικηγόρος Γ. Ζαχαρία εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε. Για τον Γενικό Εισαγγελέα εμφανίστηκε η ικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ Δ. Παπαμιλτιάδου.
Δεν το λες και Δικαιοσύνη…
Η απόφαση δεν είναι απλώς άλλη μία δικαστική απόρριψη, αλλά υπενθύμιση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας βρίσκεται με βάση το Σύνταγμα στο απυρόβλητο για όποια απόφαση και αν λάβει ακόμα και αν αυτή είναι κακόβουλη και προκαλεί ζημιά σε έναν πολίτη. Μιλάμε για άνθρωπο και συνεπώς κάθε απόφαση του δεν σημαίνει ότι είναι ορθή ή ότι κάθε αστοχία είναι ηθικώς αδιάφορη και δεν έχει επιπτώσεις. Ωστόσο, σε δικαστικό επίπεδο η αμφισβήτηση της Συνταγματικής εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα, έχει όρια που τα ίδια τα δικαστήρια αρνούνται και δεν μπορούν να παραβούν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση αφορά τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και όχι το πρόσωπο που κάθε φορά τον υπηρετεί.