Σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική καταπολέμησης της απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντοπίζει η Ειδική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), παρά τη σαφή πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και την αναπροσαρμογή του ρόλου της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), της Eurojust και της Europol.
Σύμφωνα με την Καταρίνα Κάσασοβα, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και υπεύθυνη για την έκθεση, «η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων καταπολέμησης της απάτης, από τους ερευνητές της ΕΕ μέχρι τις εθνικές αστυνομικές και δικαστικές αρχές, είναι απολύτως απαραίτητη για να κρατάμε τους απατεώνες μακριά». Ωστόσο, όπως τονίζει, «η καταπολέμηση της απάτης από την ΕΕ υποφέρει από αδυναμίες στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των βασικών αντι-απατεωνικών φορέων – του EPPO και του OLAF», με αποτέλεσμα «η Επιτροπή να μην γνωρίζει αν όλα τα χρήματα που οφείλονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ αποδίδονται». Η Κάσασοβα υπογραμμίζει επίσης ότι «οι διαδικασίες για την αντιμετώπιση καταγγελιών για απάτη είναι πολύπλοκες, περίπλοκες και χρονοβόρες», ενώ «το ισχύον σύστημα καταγγελιών απάτης χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και έλλειψη διαλειτουργικότητας».
Στο πλαίσιο της έκθεσης, το ΕΕΣ αναγνωρίζει ότι οι αρμοδιότητες των βασικών φορέων είναι πλέον νομικά σαφείς και δεν αλληλεπικαλύπτονται. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Κάσασοβα, «στην πράξη, η συνεργασία τους παραμένει κατακερματισμένη, ιδίως στα αρχικά στάδια εντοπισμού και χειρισμού καταγγελιών για απάτη, με αποτέλεσμα απώλειες πληροφόρησης, διοικητικές καθυστερήσεις και περιορισμένη αξιοποίηση των διαθέσιμων εργαλείων προστασίας του ενωσιακού προϋπολογισμού». Η έκθεση τονίζει ότι «δεν υπάρχει ένα σημείο εισόδου για τις καταγγελίες, καθώς αυτές μπορούν να υποβληθούν σε διαφορετικούς φορείς, ενώ δεν υπάρχει ενιαίο αποθετήριο που να διασφαλίζει ότι όλες οι υποθέσεις αξιολογούνται με συνέπεια και, όπου απαιτείται, διαβιβάζονται εγκαίρως στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO)».
Η Κάσασοβα εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι «ορισμένες καταγγελίες που απορρίπτονται σε διοικητικό επίπεδο, κυρίως από την OLAF, δεν φθάνουν ποτέ στην EPPO, ακόμη και όταν θα μπορούσαν εκ των υστέρων να αποκτήσουν ποινική διάσταση». Παράλληλα, «η διπλή καταχώριση υποθέσεων και η έλλειψη κοινών εργαλείων πληροφορικής αυξάνουν τον διοικητικό φόρτο και το κόστος, χωρίς αντίστοιχο όφελος».
Η Κάσασοβα αναφέρει ότι «μεταξύ 2022 και 2024, το OLAF και το EPPO έλαβαν συνολικά 27.000 καταγγελίες για απάτη. Κατά μέσο όρο, το ένα τρίτο αυτών των καταγγελιών έκριναν ότι αξίζει να ερευνηθεί». Επιπλέον, «το OLAF πρότεινε επιστροφές άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ στον προϋπολογισμό της ΕΕ, ενώ μέχρι το τέλος του 2024 είχαν ήδη επιστραφεί πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ. Την ίδια περίοδο, το EPPO κατάσχεσε περιουσιακά στοιχεία αξίας 3 δισεκατομμυρίων ευρώ».
Ωστόσο, όπως τονίζει, «η Επιτροπή δεν διαθέτει μηχανισμό για να παρακολουθεί αν οι ανακτήσεις που επιβάλλονται από τα δικαστήρια έχουν πραγματοποιηθεί και αν το πλήρες ποσό που οφείλεται στον προϋπολογισμό της ΕΕ έχει ανακτηθεί».
Η Κάσασοβα υπογραμμίζει ότι «η συνεχιζόμενη αναθεώρηση της αντι-απατεωνικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ είναι μια χρυσή ευκαιρία για να διορθωθούν τα λάθη του συστήματος όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών και την εποπτεία». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε απάντησή της, δεσμεύεται να δημιουργήσει ένα διαλειτουργικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τις καταγγελίες και τις έρευνες απάτης, με ορίζοντα υλοποίησης το τέλος του 2028.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε απαντήσεις που απέστειλε στο ΕΕΣ, αποδέχεται και τις τρεις βασικές συστάσεις, εντάσσοντάς τες μάλιστα στο πλαίσιο της εν εξελίξει επανεξέτασης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κατά της απάτης, περισσότερα για την οποία θα γίνουν γνωστά το 2026. Ειδικότερα, δεσμεύεται να προχωρήσει στη δημιουργία ενός διαλειτουργικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών για τις καταγγελίες και τις έρευνες απάτης, με ορίζοντα υλοποίησης το τέλος του 2028.
Η Κομισιόν αναγνωρίζει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα επίπεδα καταγγελιών για απάτη μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ ενωσιακών οργάνων. Όπως σημειώνει, οι αποκλίσεις αυτές δεν οφείλονται μόνο σε διαφορετικά επίπεδα απάτης, αλλά και σε αντικειμενικούς παράγοντες, όπως η διάρθρωση των εθνικών διοικήσεων, ο ρόλος των τελωνείων ή η συγκέντρωση δαπανών συνοχής σε συγκεκριμένες χώρες. Παρ’ όλα αυτά, δηλώνει ότι θα προχωρήσει σε συστηματική ανάλυση των αιτίων και σε παροχή καθοδήγησης για βελτίωση των πρακτικών υποβολής καταγγελιών έως το τέλος του 2026.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η Κομισιόν και στο ζήτημα της ανάκτησης κονδυλίων. Αν και υπογραμμίζει τα «εντυπωσιακά αποτελέσματα» της OLAF (άνω των €5 δισ. σε ανακτήσεις) και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (€849 εκατ. δεσμευμένα μόνο το 2024), παραδέχεται ότι δεν υπάρχει ακόμη ενιαία μεθοδολογία για τη συνολική αποτίμηση των ποσών που οφείλονται και επιστρέφονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό, προαναγγέλλει την ανάπτυξη κοινών δεικτών και μηχανισμών εποπτείας.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – EPPO, από την πλευρά της, χαιρετίζει την έκθεση του ΕΕΣ, αλλά διατυπώνει σαφείς επιφυλάξεις ως προς ορισμένες προτάσεις. Στις απαντήσεις της υπογραμμίζει ότι η αρχιτεκτονική κατά της απάτης πρέπει να ενισχυθεί πρωτίστως για την αντιμετώπιση οργανωμένων εγκληματικών δικτύων που εκμεταλλεύονται τα κονδύλια της ΕΕ, επισημαίνοντας παράλληλα τα χρόνια κενά στον εντοπισμό και την αναφορά υποθέσεων.
Η EPPO τονίζει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών με διοικητικές αρχές, όπως η OLAF, περιορίζεται από το ισχύον νομικό πλαίσιο και από την ανάγκη προστασίας του απορρήτου των ποινικών ερευνών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπόπτων. Ιδίως ως προς τις λεγόμενες «συμπληρωματικές έρευνες» της OLAF, η EPPO εκτιμά ότι στην πράξη προσφέρουν περιορισμένη προστιθέμενη αξία και δεν μπορούν να θεωρηθούν συστημικό εργαλείο προστασίας του προϋπολογισμού.
Παράλληλα, η EPPO επισημαίνει ότι από τον Δεκέμβριο του 2024 έχει τεθεί σε εφαρμογή νέα διαδικασία άμεσης και συστηματικής ροής πληροφοριών προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, ήδη από το στάδιο της απαγγελίας κατηγοριών. Κατά την άποψή της, η διαδικασία αυτή μπορεί να επιτρέψει τη λήψη διοικητικών μέτρων ταχύτερα και σε μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων από ό,τι στο παρελθόν, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανεξαρτησία των ποινικών ερευνών.
Συνολικά, η έκθεση του ΕΕΣ και οι απαντήσεις των θεσμικών οργάνων αναδεικνύουν μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική κατά της απάτης που βρίσκεται σαφέστατα σε μια μεταβατική φάση. Ενώ υπάρχει γενική συμφωνία ως προς την ανάγκη καλύτερου συντονισμού, διαφάνειας και μετρήσιμων αποτελεσμάτων, υπάρχει διαφορετική αντίληψη για τα όρια της συνεργασίας μεταξύ διοικητικών και ποινικών φορέων, ενόψει και των μελλοντικών προτάσεων της Κομισιόν.
ΕΕΣ: Σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στην καταπολέμηση της απάτης κατά του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού
Η Ειδική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) επισημαίνει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στην καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, παρά τις πρόσφατες προόδους με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) και την αναβάθμιση του ρόλου της OLAF, της Eurojust και της Europol. Η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη για αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων, από τους ερευνητές της ΕΕ έως τις εθνικές αρχές, προκειμένου να περιοριστούν οι απατεώνες. Ένα βασικό πρόβλημα που εντοπίζει το ΕΕΣ είναι οι αδυναμίες στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της EPPO και της OLAF, γεγονός που εμποδίζει την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι όλα τα χρήματα που οφείλονται στον προϋπολογισμό της ΕΕ αποδίδονται. Επιπλέον, οι διαδικασίες για την αντιμετώπιση καταγγελιών για απάτη χαρακτηρίζονται ως πολύπλοκες, χρονοβόρες και με έλλειψη διαλειτουργικότητας, καθιστώντας το σύστημα καταγγελιών δύσχρηστο. Παρόλο που οι αρμοδιότητες των βασικών φορέων είναι πλέον νομικά σαφείς, η συνεργασία τους παραμένει κατακερματισμένη, ιδίως στα αρχικά στάδια εντοπισμού και διαχείρισης καταγγελιών. Αυτό οδηγεί σε απώλεια πληροφοριών, διοικητικές καθυστερήσεις και περιορισμένη αξιοποίηση των διαθέσιμων εργαλείων προστασίας του ενωσιακού προϋπολογισμού. Η έλλειψη ενός κεντρικού σημείου εισόδου για τις καταγγελίες και η απουσία ενός ενιαίου αποθετηρίου αποτελούν επιπλέον προβλήματα. Η έκθεση αναφέρει ότι καταγγελίες που απορρίπτονται διοικητικά από την OLAF ενδέχεται να μην φτάνουν στην EPPO, ακόμη και αν θα μπορούσαν να έχουν ποινική διάσταση. Επιπλέον, η διπλή καταχώριση υποθέσεων και η έλλειψη κοινών εργαλείων πληροφορικής αυξάνουν το διοικητικό βάρος και το κόστος. Παρά τις προκλήσεις, το OLAF και το EPPO έλαβαν συνολικά 27.000 καταγγελίες μεταξύ 2022 και 2024, με το ένα τρίτο να κρίνεται άξιο διερεύνησης. Έχουν προταθεί επιστροφές άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ έχουν ήδη επιστραφεί πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ και κατασχεθεί περιουσιακά στοιχεία αξίας 3 δισεκατομμυρίων ευρώ.
You Might Also Like
«Σύννεφα» εντός ΕΕ: Τι μεταδίδεται για τη Γερμανία και ποιο είναι το διακύβευμα
Dec 13
Τι μεταδίδεται για τη Γερμανία και ποιο είναι το διακύβευμα
Dec 16
Ευρωπαία αξιωματούχος: Η Κύπρος να «ξυπνήσει τον γίγαντα» της ενιαίας αγοράς – Το κάλεσμα της από την κυπριακή Βουλή
Dec 16
Κυπριακή Προεδρία και Έκθεση Ντράγκι: Στρατηγική για επενδύσεις, ανταγωνιστικότητα και απλούστευση της αγοράς
Dec 16
Η Κυπριακή Προεδρία να «ξυπνήσει τον γίγαντα» της ενιαίας αγοράς, λέει η Ευρωπαία αξιωματούχος, Κέρστιν Γιόρνα
Dec 16