Η κυπριακή οικονομία, παρά την πρόοδο και τις επιδόσεις της, παραμένει κατά βάση βαθύτατα συντηρητική και ανασφαλής. Και τούτο είναι κατανοητό, αφού εξαρτάται από εξωγενείς επενδυτικές ροές που στρέφονται σε πολύ μικρούς, από πλευράς απόλυτων οικονομικών μεγεθών, τομείς βραχύβιας επίδρασης στην ανάπτυξή της. Βέβαια, εμείς, όλο αυτό το βαφτίζουμε «εξωστρέφεια» αφού δεν θα μπορούσαμε να το πούμε κάτι άλλο όταν το έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη για να επιβιώσουμε.
Κάπου εδώ είναι, όμως, που προκύπτει και η παρανόηση γύρω από το πόσο πραγματικά «εξωστρεφείς» είμαστε. Μια ματιά στο είδος των επενδύσεων που προσελκύουμε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, καταδεικνύει ότι η αυτοαποκαλούμενη εξωστρέφειά μας φτάνει μέχρι εκεί που δεν επηρεάζονται τα δικά μας εγχώρια ελεγχόμενα συμφέροντα ή μέχρι εκεί που τα τελευταία δεν μπορούν να φτάσουν λόγω δυνατότητας, κυρίως οικονομικής.
Το πιο πάνω είναι καλά γνωστό στους αρμόδιους και ειδικούς του τομέα. Για αυτό κάθε φορά που πηγαίνουμε να «ανοίξουμε μια πόρτα» με ένα κάποιον δυνητικά στρατηγικό εταίρο, είτε τούτος είναι κάποιο κράτος ή κάποια μεγάλη διεθνής επιχείρηση, τους οποίους προσκαλούμε να έρθουν, να δουν, να αξιολογήσουν και ενδεχομένως να εμπλακούν μαζί μας, φροντίζουμε να τους δείχνουμε εκείνα τα έργα ή «ευκαιρίες» που πληρούν τα προαναφερθέντα κριτήρια. Δηλαδή, εκείνα τα έργα, συνήθως κατασκευαστικά, που δεν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε μόνοι μας ή εκείνα που δεν πρόκειται να «θίξουν» το συμφέρον κάποιων πολύ συγκεκριμένων εγχώριων συμφερόντων.
Όμως, με αυτή την προσέγγιση, αυτό που πετυχαίνουμε είναι, από τη μια, να αποστερούμε από τους εαυτούς μας τη δυνατότητα εισαγωγής και εφαρμογής τεχνογνωσίας που δεν έχουμε και χρειαζόμαστε και, από την άλλη, να πατάμε «φρένο» στην ανάπτυξη νέων παραγωγικών τομέων και οικονομικών δυνατοτήτων. Για αυτό χαρακτηριζόμαστε ως συντηρητικοί και ανασφαλείς. Ενώ δεν θα έπρεπε να ήμαστε τέτοιοι, αφού ακριβώς η ανάγκη μας για προσέλκυση ξένων πόρων και γνώσεων, που εμείς λόγω μεγέθους δεν διαθέτουμε, θα έπρεπε να μας είχε παροτρύνει προς τη μέγιστη δυνατή «απελευθέρωση» του οικονομικού μας χώρου από οποιαδήποτε δεσμά. Θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την Πολιτεία στη δημιουργία εκείνων των κανονιστικών πλαισίων που είναι απαραίτητα για την επιδίωξη παροχής πλήρους πληροφόρησης γύρω από την εσωτερική αγορά και τους σχεδιασμούς του κράτους που την αφορούν. Είτε τούτοι σχετίζονται με δημόσια έργα κοινής ωφελείας είτε με πολιτικές και στρατηγικούς σχεδιασμούς σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η γεωργία, η βιομηχανία και ο χρηματοοικονομικός.
Επίσης, δεν θα έπρεπε να περιμένει η Πολιτεία τον κόμπο να φτάσει στο χτένι, για παράδειγμα, σε κάποιους από τους προαναφερθέντες τομείς για να αναζητήσει την προσέλκυση και είσοδο θεσμικών ξένων επενδυτών μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Πράγμα που ακόμα να γίνει αφού, ακριβώς λόγω της κατάστασης που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, οι ξένοι επενδυτές αυτού του τύπου δεν ήρθαν ακόμα στον βαθμό που τους έχουμε ανάγκη και στη θέση τους ήρθαν, και παραμένουν, εκείνοι που ανήκουν στην κατηγορία των εναλλακτικών επενδύσεων, που διέπονται από εντελώς διαφορετική φιλοσοφία όμως. Θα δούμε, βέβαια, αν τους τελευταίους θα τους αντικαταστήσουν κάποια στιγμή οι πρώτοι.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, κρίνεται ως σωστή η ρητορική που αναπτύσσει και προβάλλει η κυβέρνηση και οι επίσημοι φορείς όσον αφορά τη μετεξέλιξη της Κύπρου σε προορισμό επενδύσεων επιλογής αντί αναγκαιότητας. Θα φανεί αν αυτό θα γίνει πράξη, αφού δεν εξαρτάται από το αφηγηματικό «περιτύλιγμα». Εξαρτάται από τη διάθεσή μας να καταστούμε πραγματικά και ουσιαστικά εξωστρεφείς και να αντιμετωπίσουμε την ανασφάλειά μας αποτελεσματικά. Το πρώτο, που είναι το δυσκολότερο, απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας και προσέγγιση διακυβέρνησης, μαζί με τα όσα ήδη κάνουμε για να καταστούμε βιώσιμα ανταγωνιστικοί. Το δεύτερο απαιτεί πιο «πεζά» πράγματα, με πρώτο και κυριότερο τη ριζική επίλυση των ζητημάτων επάρκειάς μας σε ενέργεια και νερό, που θα μας επιτρέψουν να διεκδικήσουμε με αξιώσεις το επερχόμενο τεχνολογικό μέλλον και μαζί του τη νέα κυπριακή οικονομία που έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη.
Πάμε καλά, μπορούμε και καλύτερα…
Το άρθρο αναφέρεται στην οικονομική κατάσταση της Κύπρου, υποστηρίζοντας ότι, παρά την πρόοδο, παραμένει σε μεγάλο βαθμό συντηρητική και εξαρτημένη από ξένες επενδύσεις σε τομείς με βραχυπρόθεσμη επίδραση. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η Κύπρος χαρακτηρίζει αυτή την εξάρτηση ως "εξωστρέφεια", αλλά αμφισβητεί το πόσο πραγματικά εξωστρεφής είναι, καθώς οι επενδύσεις αυτές αποφεύγουν να επηρεάσουν τα εγχώρια συμφέροντα. Η κριτική εστιάζει στην επιλεκτική προσέγγιση της κυπριακής κυβέρνησης στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με το άρθρο, προωθούνται κυρίως έργα κατασκευών που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν εγχωρίως ή δεν απειλούν συγκεκριμένα συμφέροντα, αντί για επενδύσεις που θα μπορούσαν να εισάγουν νέα τεχνογνωσία και να αναπτύξουν νέους παραγωγικούς τομείς. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι αυτή η προσέγγιση εμποδίζει την ανάπτυξη και ενισχύει την αίσθηση ανασφάλειας. Θεωρεί ότι η ανάγκη για ξένους πόρους θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε μεγαλύτερη "απελευθέρωση" της οικονομίας και στη δημιουργία διαφανών κανονιστικών πλαισίων για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την εσωτερική αγορά και τους κρατικούς σχεδιασμούς. Επιπλέον, το άρθρο τονίζει ότι η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να περιμένει μέχρι να φτάσουν τα προβλήματα στο απώτατο σημείο για να αναζητήσει μακροπρόθεσμες ξένες επενδύσεις. Η έλλειψη τέτοιων επενδύσεων τα προηγούμενα χρόνια αποδίδεται στην αβεβαιότητα που επικρατούσε, με αποτέλεσμα να προσελκύονται επενδυτές με διαφορετικούς στόχους και ορίζοντες.
You Might Also Like
Καρογιάν: Η ΔΗΠΑ ανταποκρινόμενη στο καθήκον της θα υπερψηφίσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό
Dec 15
Αννίτα: Ο ΔΗΣΥ θα συμπεριφερθεί υπεύθυνα και θα ψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό
Dec 15
Λίνος Παπαγιάννης: Οι αριθμοί δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τη ζωή των ανθρώπων
Dec 15
Σάβια Ορφανίδου: Η οικονομία από αλλαγές που κάναμε από το 2013, επέδειξε πρωτοφανή ανθεκτικότητα
Dec 16
Ιωάννου: Το πρώτα η Κύπρος για το ΕΛΑΜ δεν είναι απλά ένα σύνθημα
Dec 17