Δεν ήταν λίγοι αυτοί που εξαργύρωσαν με καρέκλες την συμμετοχή τους στην κορυφαία εκδήλωση αντίστασης κατά της χούντας.
Μισός αιώνας και δυο χρόνια μετά, και η σκιά του άρματος ακόμη σέρνεται πάνω από την πύλη του Πολυτεχνείου, σαν φάντασμα που αρνείται να ησυχάσει. Είναι 17 Νοεμβρίου 2025 και η Αθήνα, αυτή η πόλη των αγώνων και των προδοσιών, ξυπνάει με την μνήμη. Πενήντα δύο χρόνια από εκείνη τη νύχτα του 1973, όταν τα τανκς της χούντας έσπασαν όχι μόνο σίδερα και πέτρες, αλλά και την ψυχή μιας γενιάς που τόλμησε να φωνάξει «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» ενάντια στο τέρας της τυραννίας. Δεν χρειάζονται περίτεχνα λόγια για να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο. Εκείνοι οι φοιτητές, παιδιά ακόμη, με τα βιβλία στα χέρια και την οργή στην καρδιά, δεν πάλαιψαν για έδρες και δόξα. Ήταν η λάμψη της εξέγερσης που έφεξε μέσα στη νύχτα της δικτατορίας, τρεις μέρες αγώνα που κράτησαν όσο η ανάσα ενός λαού πνιγμένου. Το αίμα που χύθηκε -όσο και αν οι αρνητές της Ιστορίας προσπαθούν να το σβήσουν με ψέματα- έγινε ο σπόρος της δημοκρατίας, εκείνη που άνθισε αδέξια, πληγωμένη, αλλά αληθινή. Και όμως, πενήντα δύο χρόνια μετά, η φλόγα εκείνη φαίνεται να τρεμοσβήνει όχι από τον άνεμο του χρόνου, αλλά από τα χέρια όσων την οικειοποιούνται σαν τρόπαιο σε παζάρι εξουσίας.
Αυτά τα χρόνια, η εξέγερση έγινε νόμισμα στο χρηματιστήριο της μικροψυχίας. Πολιτικοί που ποτέ δεν σήκωσαν το ανάστημα τους, κραδαίνουν την εξέγερση σαν ασπίδα για να καλύψουν τις δικές τους αδυναμίες. Επαγγελματίες της διαμαρτυρίας, μετατρέπουν την επέτειο σε σκηνή θεάτρου, με συνθήματα που ηχούν κούφια σαν τα κελιά της χούντας. Οι σκιές του παρελθόντος, οι νοσταλγοί της στολής και του «γύψου», ψιθυρίζουν ακόμη για «υπερβολές» και «μύθους», σαν να μην αρκεί η ντροπή της Κύπρου για να τους πνίξει.
Η 17η Νοέμβρη, αυτή η στιγμή ενότητας ενός διχασμένου έθνους, κατέληξε αφορμή για διχόνοια, για μάχες που δεν τιμούν τους νεκρούς, αλλά τους θάβουν ξανά κάτω από στρώματα ρητορικής σκόνης. Κι όμως, μέσα σε αυτή την καπηλεία, υπάρχει ακόμη η ουσία. Η μνήμη των απλών, των ανώνυμων ανθρώπων που δεν ζήτησαν μετάλλια, αλλά μόνο μια Ελλάδα ελεύθερη.
Σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η δημοκρατία δοκιμάζεται από καινούργια τέρατα -από την άνοδο των λαϊκισμών μέχρι την γραφικότητα του TikTok- το Πολυτεχνείο δεν είναι παρελθόν. Είναι φάρος και δίδαγμα για να μην αφήσουμε την Ιστορία να γίνει φάρσα.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν «ένα τριήμερο» του Νοέμβρη. Ήταν η πρώτη κανονική ρωγμή στο μπετόν της χούντας του Παπαδόπουλου. Φοιτητές, μαθητές, εργάτες, οικοδόμοι, υπάλληλοι, ακόμα και περαστικοί που βρέθηκαν τυχαία εκεί, έκαναν αυτό που οι δικτάτορες δεν υπολόγισαν ποτέ. Συντόνισαν το αυθόρμητο με το ιστορικό. Η φράση «Εδώ Πολυτεχνείο… σας μιλά ο ραδιοσταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων» έγινε κώδικας ελευθερίας και τρομοκράτησε ένα καθεστώς που είχε συνηθίσει να μιλά μόνο με διαγγέλματα, ιατρικούς όρους με γύψους, συλλήψεις, εξορίες και βασανιστήρια. Το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου ξεκίνησε να εκπέμπει στις 15 Νοεμβρίου 1973, με πρώτους εκφωνητές τον Μίλτο Χαραλαμπίδη, αργότερα τον Δημήτρη Παπαχρήστο και τη Μαρία Δαμανάκη και οι εκκλήσεις και τα συνθήματά του, έφτασαν μέχρι το Λονδίνο και το Παρίσι μέσω ξένων σταθμών.
Πώς φτάσαμε στο Νοέμβρη του ’73
Η επταετία έδειχνε να τρίζει το 1973. Το «κίνημα του Ναυτικού» και η δημόσια ταπείνωση του καθεστώτος με την υπόθεση του αντιτορπιλικού «Βέλους», η κατάργηση της μοναρχίας και το νόθο δημοψήφισμα που ανέδειξε τον Παπαδόπουλο σε Πρόεδρο, άνοιξαν τον δρόμο για την αποκαλούμενη «φιλελευθεροποίηση» με πρωθυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη και υποσχέσεις για εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974. Ήταν ένα πείραμα ελεγχόμενης μετάβασης που κρατούσε άθικτη τη θέση του Στρατού στην πολιτική.
Η «πρόβα τζενεράλε» του φοιτητικού κινήματος είχε προηγηθεί της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Στις 21 Φεβρουαρίου 1973 χιλιάδες φοιτητές κατέλαβαν τη Νομική Αθηνών, φωνάζοντας για ελευθερίες και πανεπιστημιακό άσυλο. Από την ταράτσα της Νομικής ακούστηκε για πρώτη φορά «Κάτω η Χούντα» και ήταν η πρώτη μαζική αντιδικτατορική εκδήλωση που δύσκολα θα μάζευε πια το καθεστώς.
Το φθινόπωρο, η «φιλελευθεροποίηση» Μαρκεζίνη έμοιαζε με άσκηση ισορροπίας σε τεντωμένο σκοινί. Η κοινωνία δεν πείστηκε, ο σκληρός πυρήνας του καθεστώτος (οι άνθρωποι του Ιωαννίδη) δούλευε υπόγεια και τα Πανεπιστήμια σιγόβραζαν. Το Πολυτεχνείο θα γινόταν ο καταλύτης.
Χύθηκε αίμα και λύγισε ο φόβος
Στις 14 Νοεμβρίου ξεκινάει η κατάληψη. Στις 15 λειτουργεί ο αυτοσχέδιος πομπός. Στους δρόμους της Αθήνας, οι ουρές από τον κόσμο και οι πορείες στήνουν άτυπες λαϊκές συνελεύσεις. Η «φωνή» του σταθμού, ο Παπαχρήστος, επαναλαμβάνει: «Εδώ Πολυτεχνείο…» και καλεί σε αλληλεγγύη και αίτημα για «Ψωμί–Παιδεία–Ελευθερία».
Το ξημέρωμα της 17ης Νοεμβρίου, άρμα μάχης ρίχνει την πύλη. Το καθεστώς κυνηγάει όποιον βρίσκει στους γύρω δρόμους και σκοτώνει.
Το μεταπολιτευτικό τεκμήριο για τους νεκρούς δεν είναι σύνθημα αλλά είναι σελίδες δικαστικών αποφάσεων και ιατρικά πιστοποιητικά. Το πόρισμα του ανακριτή Δημήτρη Τσεβά (1974) καταγράφει δεκάδες θανατηφόρα περιστατικά γύρω από το Πολυτεχνείο, όχι μέσα στην αυλή του ιδρύματος όπως συχνά λέγεται. Ο 17χρονος Διομήδης Κομνηνός, ο 20χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης και άλλοι καταγεγραμμένοι νεκροί αποτελούν την πιο σκληρή απάντηση στον μύθο της ακροδεξιάς πως «δεν υπήρξαν νεκροί». Οι πρώτες μεταπολιτευτικές αντιπαραθέσεις ήταν μια μάχη εντυπώσεων με αριθμούς νεκρών από 11 έως 59. Η σύγχρονη έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών μιλά για 40 νεκρούς, εκ των οποίων 24 επώνυμοι και 16 ανώνυμοι, και χιλιάδες τραυματίες. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι οι περισσότεροι έπεσαν στους γύρω δρόμους, από πυρά στρατιωτικών και αστυνομικών κατά την εκκαθάριση του κέντρου. Το «δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο» είναι παραπλανητικό ξέπλυμα της χούντας, γιατί υπήρξαν νεκροί. Τελεία.
Από το εδώλιο στο ιστορικό αρχείο
Το 1975 οι πρωταγωνιστές της βίας κάθισαν στο εδώλιο. Στη «Δίκη του Πολυτεχνείου» καταδικάστηκε σε ισόβια ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής για τη δολοφονία του Μιχάλη Μυρογιάννη με ευθεία βολή στο κεφάλι. Άλλοι αξιωματικοί και στελέχη της αστυνομίας και του στρατού καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης για ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονίας και συνέργειες. Η διαδικασία φωτίζει και την αλυσίδα εντολών, από τα επιτελεία. Δεν ήταν «ατυχήματα». Ήταν κρατική χουντική βία.
Πολλοί «ήρωες»
Η Αριστερά (με όλες τις εκδοχές της) ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του αντιδικτατορικού κινήματος. Ωστόσο, από τη μεταπολίτευση και μετά, ξέσπασε μια επίμονη διαμάχη για το ποιος θα καπέλωνε κομματικά στην εξέγερση. Το περιβόητο φύλλο «Πανσπουδαστική Νο 8» (κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά τα γεγονότα) περιέλαβε κείμενο που κατήγγειλε «προσχεδιασμένη εισβολή… 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ» στο Πολυτεχνείο στις 14 Νοεμβρίου, μέχρι και εμπλοκή της «CIA». Με λίγα λόγια μιλούσε για προβοκάτσια. Αργότερα, στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Μίμης Ανδρουλάκης μίλησαν για λάθος ιστορικών διαστάσεων, ενώ ο Κώστας Λαλιώτης μετέπειτα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ το χαρακτήρισε «ιστορικό και συνάμα τραγικό πολιτικό λάθος» ενός μικρού καθοδηγητικού πυρήνα. Από την άλλη, το επίσημο ΚΚΕ επιμένει πως το κείμενο δεν «κατήγγειλε» την εξέγερση, αλλά αναφερόταν σε πραγματικές προβοκατόρικες ενέργειες και πως η ΚΝΕ συμμετείχε και στήριξε από την πρώτη στιγμή. Η συζήτηση κρατά δεκαετίες. Το βέβαιο είναι πως η εξέγερση δεν είχε «ιδιοκτήτη». Την έστησε ο φοιτητόκοσμος και αγκαλιάστηκε από χιλιάδες πολίτες χωρίς οδηγίες από κάποιο κομματικό γραφείο.
Παπαδόπουλος τέλος
Το καθεστώς Παπαδόπουλου δεν «έπεσε» λόγω μιας μόνο νύχτας. Το Πολυτεχνείο όμως ξεγύμνωσε την αδυναμία του «πειράματος Μαρκεζίνη» και έδωσε την αφορμή στους σκληρούς του καθεστώτος να ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο. Στις 25 Νοεμβρίου 1973, ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης καθαιρεί Παπαδόπουλο και Μαρκεζίνη, καταργεί τη βιτρίνα της «φιλελευθεροποίησης» και εγκαθιδρύει ανοιχτά πια στρατιωτική διακυβέρνηση χωρίς μάσκες. Η εικόνα του τανκ που γκρεμίζει την πύλη έγινε διεθνές σύμβολο και το καθεστώς δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπλύνει τη λαϊκή οργή που ακολούθησε.
Τη χούντα Ιωαννίδη την πλήρωσε η Κύπρος
Η «αόρατη» χούντα του Ιωαννίδη, για να ελέγξει το εσωτερικό τοπίο και να πετύχει γεωπολιτικό «κατόρθωμα» (έτσι νόμιζε), οργάνωσε με την ΕΟΚΑ Β’, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στη Κύπρο για να εξοντώσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και να κηρύξει δήθεν την Ένωση με την Ελλάδα . Η απάντηση της Άγκυρας ήταν η εισβολή της 20ης Ιουλίου (Αττίλας Ι) και η δεύτερη φάση στις 14 Αυγούστου (Αττίλας ΙΙ) με κατάληψη του 37% της Κύπρου η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα για να θυμίζει τα έργα και τις ημέρες των «πατριωτών». Η χούντα κατέρρευσε μέσα λίγα 24ωρα. Η ιστορική ευθύνη της για την κυπριακή τραγωδία είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά ακόμα και σήμερα μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εφευρίσκει δικαιολογίες για να δώσει άλλοθι στη προδοσία.
Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει από την αυτοεξορία του στο Παρίσι. Η ορκωμοσία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας γίνεται νύχτα και ο νέος πρωθυπουργός ζητά «πολιτική ωριμότητα» και αποκατάσταση της δημοκρατίας με εκλογές, νέο Σύνταγμα και νομιμοποίηση των πολιτικών δυνάμεων. Η εντολή ήταν σαφής: τερματισμός της εκτροπής, σταθεροποίηση, ευρωπαϊκή πορεία. Πολλοί φορτώνουν στον Καραμανλή εγκατάλειψη της Κύπρου κατά την δεύτερη φάση της εισβολής και αυτό το είδαμε να αποτυπώνεται ακόμα και πριν λίγες μέρες σε έρευνα κοινής γνώμης που παρουσίασε το ΡΙΚ. Ωστόσο ουδείς ζυγίζει το τι θα μπορούσε να σημάνει και για τη Κύπρο αλλά και για την Ελλάδα ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος με διαλυμένες και ελεγχόμενες από τη χούντα ακόμα ένοπλες δυνάμεις.
Η «γενιά του Πολυτεχνείου», από τον θρύλο στην απογοήτευση
Στη μεταπολίτευση, πρόσωπα που συνδέθηκαν με τον Νοέμβρη του 1973, βρέθηκαν στον σκληρό πυρήνα της πολιτικής. Άλλοι έγιναν υπουργοί, ευρωβουλευτές, πρυτάνεις, συνδικαλιστές… και άλλοι έμειναν στη σκιά και στη σιωπή. Η κοινωνία τους τίμησε, συχνά με υπερβολή και στο τέλος τους ζήτησε λογαριασμό για όσα πρέσβευαν και πρόδωσαν. Η κριτική ότι «η γενιά του Πολυτεχνείου» κατέλαβε θεσμούς και εξουσία χωρίς να υπερασπιστεί πάντα τις αξίες του Νοέμβρη δεν είναι καθόλου αβάσιμη. Η μεταπολιτευτική διαχείριση, οι πελατειακές στρεβλώσεις και η κατάχρηση του κύρους του ’73 για μικροπολιτικά παιγνίδια, έφθειραν τον μύθο. Άδικο να φορτωθεί σε όλους, δίκαιο να ειπωθεί για αρκετούς.
Το Πολυτεχνείο των «μπαχαλάκηδων»
Κάθε 17 Νοεμβρη βλέπουμε δύο Ελλάδες. Η πρώτη καταθέτει στεφάνια, βαδίζει ειρηνικά προς την αμερικανική πρεσβεία, θυμάται και διδάσκεται. Η δεύτερη παίζει με μολότοφ, καδρόνια και κουκούλες, καίει κάδους, τραυματίζει αστυνομικούς και πολίτες και προσπαθεί να μετατρέψει μια δημοκρατική μνήμη σε θέαμα βίας. Μικρή μειοψηφία, αλλά θορυβώδης. Τα επίσημα στοιχεία των τελευταίων ετών δείχνουν δεκάδες προσαγωγές και συλλήψεις στο περιθώριο των πορειών, από την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Η μνήμη δεν χρειάζεται μεσάζοντες, ούτε μπαχαλάκηδες.
Η «17 Νοέμβρη» της τρομοκρατίας
Η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» δανείστηκε το όνομα της από την ημερομηνία της εξέγερσης, προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει το ηθικό της φορτίο για να νομιμοποιήσει δολοφονίες, βομβιστικές επιθέσεις και εκβιασμούς. Η βία της 17Ν δεν είχε καμία σχέση με το δημοκρατικό φρόνημα του Πολυτεχνείου. Ήταν το αντίθετό του. Η ημερομηνία ανήκει στους άοπλους εκείνης της νύχτας και όχι στα πιστόλια της μεταπολίτευσης.
Cyprus Times
Πολυτεχνείο 1973: Η εξέγερση που τσάκισε τη βιτρίνα της χούντας
Published November 17, 2025
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, στις 17 Νοεμβρίου 1973, αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην ιστορία της Ελλάδας, συμβολίζοντας τον αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Η αρθρογράφος τονίζει ότι η μνήμη της εξέγερσης δεν πρέπει να αλλοιωθεί ή να χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς, αλλά να διατηρηθεί ως πηγή έμπνευσης και αλληλεγγύης. Η αρθρογράφος αναφέρει ότι η εξέγερση ήταν μια αυθόρμητη έκφραση της λαϊκής οργής κατά της χούντας, και ότι οι φοιτητές που συμμετείχαν σε αυτήν δεν είχαν σκοπό να επιδιώξουν προσωπικά οφέλη.