Σημεία κοινού
Ένα ταλαιπωρημένο υπερφορτωμένο συμβάν
Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος
Αν και θα υπάρξει στην κριτική μια στοιχειώδης επιείκεια, θα χρειαστεί παράλληλα και μια ειλικρινής ανάλυση και ερμηνεία. Επίσης, ενώ δεν θα υπεισέλθουμε στις ιδεολογικές και πολιτικές τοποθετήσεις, στους ιστορικούς αναθεωρητισμούς ή στη ρομαντικοποίηση των γεγονότων από τον συγγραφέα, θα προσπαθήσουμε να παραμείνουμε αυστηρά σε λογοτεχνικούς προβληματισμούς και τοποθετήσεις. Αυτό, φυσικά, εμπεριέχει τον κίνδυνο η κριτική να γίνει μια αποστειρωμένη διαδικασία, αποκομμένη από το ιστορικό βάρος του θέματος.
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: πώς μπορούμε να αναλύσουμε ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται ένα «Συμβάν», και μάλιστα το Συμβάν 74, ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα; Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πρόκληση. Ο κριτικός καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη λογοτεχνική ψυχραιμία και τη βαρύτητα του ιστορικού υλικού, αποφεύγοντας τόσο την ουδετεροποίηση ως τη σωσίβια λέμβο μπροστά στην κριτική όσο και την άκριτη συναισθηματική προσέγγιση χωρίς επιχειρήματα.
Το Συμβάν, ως έννοια εισαγόμενη από τον Alain Badiou, δεν αποτελεί απλώς ένα γεγονός. Δεν είναι κάτι που «συμβαίνει» μέσα στον κόσμο. Είναι κάτι που σπάει τον κόσμο, ανατρέπει την τάξη της κατάστασης και ανοίγει τη δυνατότητα για κάτι ριζικά νέο. Συνιστά στην ιστορική του διάσταση μια διαμεσολάβηση μνήμης, συγκρούσεων και αφηγήσεων. Η ενσωμάτωσή του στη μυθοπλασία απαιτεί ευαισθησία, τεχνική ικανότητα και επίγνωση των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και αφήγησης. Αυτή η διπλή απαίτηση μαζί με τη λογοτεχνική ακεραιότητα και ευθύνη γίνονται τα μέσα για ν’ αντέξει ο αναγνώστης αυτό το ιστορικό φορτίο που κινείται μυθιστοριογραφικά. Μ’ αυτά τα κριτήρια αξιολογήσαμε το έργο με αποτέλεσμα τα εξής 8 σημεία:
1. Υπεραπλουστεύσεις στα ιστορικά γεγονότα και στις αναφορές
Παρότι το μυθιστόρημα επιχειρεί να αγγίξει ιστορικά φορτισμένα γεγονότα, η προσέγγιση συχνά αναλώνεται σε υπεραπλουστεύσεις. Τα γεγονότα παρατίθενται με τρόπο που μοιάζει περισσότερο περιγραφικός παρά ανατρέποντας και διανοίγοντας προς κάτι ριζικά νέο, στερώντας από το κείμενο τη δυνατότητα να αναμετρηθεί ουσιαστικά με την πολυπλοκότητα του ιστορικού υλικού. Αυτό οδηγεί σε απώλεια βάθους και, τελικά, σε μια επιδερμική σχέση με το ίδιο το Συμβάν του 74.
2. Εγκυκλοπαιδικός τόνος χωρίς μυθοπλασία και λογοτεχνικότητα
Η αφήγηση διολισθαίνει συχνά σε εγκυκλοπαιδικό ύφος. Αντί η ιστορική ύλη να ενσωματώνεται οργανικά στη μυθοπλασία, παρατίθεται ως κατάλογος πληροφοριών χωρίς τεκμηρίωση. Με αυτόν τον τρόπο το λογοτεχνικό στοιχείο — χαρακτήρες, ατμόσφαιρα, δραματουργία — παραμένει ισχνό. Το μυθιστόρημα χάνει την αναγκαία εκείνη πνοή που θα ξεπερνούσε την απλή πληροφόρηση προς τη λογοτεχνική δημιουργία.
3. Η πληροφορία αδυνατίζει τη γραφή αντί να την υπηρετεί
Η υπερβολική πληροφορία κατακλύζει το κείμενο. Εκεί όπου θα μπορούσε να υπάρξει σιωπή, κενό, υπαινιγμός ή η δυναμική μιας εικόνας, παρεμβάλλεται πληροφορία και εξήγηση. Έτσι η λογοτεχνική γραφή χάνει τη δύναμή της και μετατρέπεται σε μια πλατφόρμα δεδομένων. Η ποιητικότητα της γλώσσας υποχωρεί, η αφήγηση βαραίνει και η εμπειρία της ανάγνωσης αποδυναμώνεται.
4. Γραφή που θυμίζει πρόχειρο «brainstorming»
Το κείμενο συχνά δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει περάσει από το αναγκαίο στάδιο της λογοτεχνικής επεξεργασίας. Πληροφορίες διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς οργανική σύνδεση. Οι ιδέες μοιάζουν πρόχειρα καταγεγραμμένες, σαν υλικό που αναζητά ακόμη τη μορφή του. Το αποτέλεσμα είναι μια αφήγηση διάσπαρτη, ασυνεχής και συχνά δύσχρηστη για τον αναγνώστη.
5. Πληθωρισμός ονομάτων και τοποθεσιών χωρίς σαφή λειτουργία
Τα πολλά ονόματα, οι συνεχείς γεωγραφικές και βιογραφικές αναφορές και η πληθώρα δευτερευόντων στοιχείων δεν υπηρετούν συγκεκριμένη λογοτεχνική λειτουργία. Αντί να χτίζουν έναν κόσμο ή ένα Συμβάν καλύτερα, τον επιβαρύνουν. Η συσσώρευση λεπτομερειών δυσκολεύει την ανάγνωση μέσα στο κείμενο και αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη από τον βασικό άξονα της αφήγησης.
6. Το κείμενο υψώνει τείχος – ο αναγνώστης δεν μπορεί να το διαπεράσει
Η πυκνότητα των πληροφοριών λειτουργεί αποτρεπτικά. Η αφήγηση δεν ανοίγει προς τον αναγνώστη, αλλά αντίθετα συγκροτεί ένα τείχος που πρέπει να ξεπεραστεί. Οι πληροφορίες, ανεπεξέργαστες και συνεχείς, καταλήγουν να μοιάζουν με φλυαρία. Το κείμενο δεν αφήνει χώρο για συναισθηματική εμπλοκή ή για προσωπική ανάγνωση — στοιχεία απαραίτητα σε κάθε λογοτεχνικό έργο.
7. Η εμπειρία της ανάγνωσης γίνεται ταλαιπωρία
Όλα τα παραπάνω συσσωρεύονται σε μια εμπειρία ανάγνωσης που, αντί να προσφέρει απόλαυση, παράγει κόπωση. Ο αναγνώστης καλείται να διαχειριστεί, να ταξινομήσει και να κατανοήσει υπερβολικό όγκο δεδομένων, πολύ συχνά χωρίς λογοτεχνικό αντίκρισμα. Η σχέση με το κείμενο γίνεται σταδιακά επίπονη και όχι δημιουργική.
8. Μια δομή που αποπνέει σχεδόν θρησκευτικό δογματισμό
Η συνολική δομή και η αφηγηματική στάση του βιβλίου αποπνέουν έναν τόνο σχεδόν θρησκευτικής βεβαιότητας. Το βλέμμα του συγγραφέα πάνω στα γεγονότα μοιάζει απόλυτο, ανελαστικό, χωρίς περιθώριο αμφιθυμίας ή πολυφωνίας. Αυτή η μονοδιάστατη οπτική περιορίζει τη λογοτεχνική δυναμική του έργου και εγκλωβίζει την αφήγηση σε έναν ηθικολογικό και δογματικό τόπο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη σελίδα 265. Το έργο βρίθει από τέτοια παραδείγματα με αποτέλεσμα να μην είναι ένα απομονωμένο παράδειγμα αλλά ο κανόνας. Θα παραθέσουμε τρία παραδείγματα γιατί το έργο είναι από την αρχή μέχρι το τέλος στο ίδιο μοτίβο. Παρατηρώντας τη δομή, τη γλωσσική συμπεριφορά και την αφηγηματική στρατηγική τα αποσπάσματα του Συμβάν 74 είναι υπερφορτωμένα, δυσπρόσιτα και συχνά αποπροσανατολιστικά.
«Επιτέλους: Σάντο, τ’ άλογό μου! Ας πάρει η αφήγηση τα στοιχεία και ελεεινή της μορφή. Με τόσους ζαμανφουτιστές να λερώνουν τον κόσμο του Ομήρου, πρέπει να υπογραμμίσω ότι je suis le fou, φέρ’ ειπείν ο Πιερότος, ή ο Πιέρος, πατήρ πασών των μουσών, τελικά ο Πετρούσκα, στο σάλτο του σαλού Νιζίνσκι: χορεύετε; Με το άλογό του περιπολούσε ο ανθυπολοχαγός Τάσος Μάρκου, ένας έρως στα χιόνια, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στο Παρανέστιο της Μακεδονίας. Στα χιόνια είχε βρεθεί κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Γρηγόρης Αυξεντίου, από το χωριό Λύση. Ο πατέρας του λεγόταν Πιερής. Ο Αυξεντίου στάθηκε στον Ακρίτα Κιλκίς. Το φυλάκιο που σήμερα έγινε μουσείο. Αλλά η μούσα είναι ο ήρωας. Αλλά ο ήρωας είναι και το μουσείο: το Μουσείο-Φυλάκιο Ακρίτα Γρηγόρης Αυξεντίου. Εκεί κοντά, πέριξ του Ηλίου του νοητού, συγκεκριμένα της Βεργίνας, είναι κι η επιγραφή από το επιτύμβιο του Διονυσίου Καρδιανού. Μόλις μπούμε στο μουσείο, διαβάζω, «θα δούμε την επιτύμβια πλάκα του». Ο νους κατεβαίνει στην καρδιά, στα ψηλώματα, κατά την ησυχαστική στρατηγική του Αοράτου Πολέμου. Η καρδιά ραγίζει και ενώνεται. Η Καρδία μιλά. Ο νους ακούει. Ο γάμος γίνεται παρά θιν’ αλός. Η συμμαχική δύναμη που θα ελευθέρωνε τη Χερσόνησο της Θράκης θυμίζω ότι ήταν η Αντάντ, γαλλιστί Entente Cordiale, ελληνιστί Εγκάρδια Συνεννόηση…»
όπως επίσης στη σελίδα 367-369:
«Σε όσα γράφει η Γιώτα Παρασκευά, η βιογράφος, θα ήθελα να προσθέσω ότι η φράση το κλειδί της Κύπρου ίσως σημαίνει και το κλειδί που είναι η Κύπρος, φέρ’ ειπείν το κλειδί του Λεβάντε, όπως την περιέγραφαν οι Ευρωπαίοι περιηγητές του 19ου αιώνα. Η Κύπρος μπορεί να είναι το κλειδί για τη λύση της Δύσης, της αρχαίας κατάρας, του ολέθριου συμπλέγματος. Για τον Επαναευαγγελισμό της Ευρώπης. Ο κλειδοκράτορας, ασφαλώς και τα ίδια τα κλειδιά, για την εναρμόνιση και τη μουσική των θαυμάτων, είναι ο κόσμος της Κύπρου, ο μόνος κόσμος της, λίγοι τύποι Χριστού, σαν τον Χατζηφλουρέντζο· ο παππούς Παναής, η κυρία Παναγιώτα, ο θεολόγος Παρασκευάς, ο μαστρο-Δημήτρης, ο φιλόλογος Σοφοκλής Σοφοκλέους, ο παπα- Ιωακείμ του Τρικώμου, ο παπα-Γιάννης του Σπαθαρικού, ο Χατζηχρήστος από το Βαρώσι. Τόσα κινούμενα σχέδια. Η γενεά του Κυρίου. Η γενεαλογία της χάριτος. Στο Παρίσι, ανάξιος μέτοχος σε τέτοια συγγένεια, ξαπλώνω κι εγώ στο χαλί, στο χαλάκι, και καταλαβαίνω...»
«Δεν έχουμε υποψιαστεί τι σημαίνει η Θεοτόκος. Η μορφή και το περιεχόμενο, η πύλη και το κλειδί, η οδός και το φτάσιμο. Δεν έχουμε αισθανθεί τα ονόματα που γεννιούνται στο χιόνι. Η Ένωση είναι το μοναδικό γεγονός. And nobody knows!»
και τέλος στη σελίδα 217:
«Ώστε αυτό εννοούσε ο Φρειδερίκος Νίτσε φωνάζοντας: «Έτσι το θέλησα!» Η έσχατη, η πιο δυνατή βούλησή μου. Η πιο κοινή. Να 'ναι ευλογημένο. Κανείς απών. Στη Λεμεσό, το 203 Τάγμα Εφεδρείας συγκροτήθηκε αποκλειστικά από 450 αντάρτες της ΕΟΚΑ Β', υπό τον Κύπριο λοχαγό Μιχάλη Καλογερόπουλο, ο οποίος είχε δια κριθεί στις μάχες της Τηλλυρίας με το ψευδώνυμο Διάκος.
Το Σάββατο της 20ής Ιουλίου, το 203 ΤΕ ήταν η αιχμή του δόρατος κατά του θύλακα Λεμεσού, που αριθμούσε περί τους 6.500 Τουρκοκύπριους, χίλιοι εκ των οποίων ήταν ένοπλοι. Στη μάχη που ακολούθησε, μαζί με πέντε έφεδρους ανθυπολοχαγούς, έπεσαν και έντεκα αντάρτες της ΕΟΚΑ Β΄, αλλά και τρεις ανήλικοι μαθητές. Ανάμεσά τους θα ήθελα να μνημονεύσω τον Ροδίωνα Κ. Ρήγα, εθελοντή ετών δεκαεπτά. Τόσο ήταν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης όταν σκαρφάλωσε στον ιστό, στο κέντρο της Πάφου, για να κατεβάσει την αγγλική σημαία. Ύστερα ανέβηκε στο βουνό. Τελικά, στο ικρίωμα.
Παρόμοια, τώρα, ο Ροδίων, όταν η ομάδα του κατέλαβε ένα εχθρικό φυλάκιο, ανέβηκε στον ιστό για να ξεδιπλώσει τη γαλανόλευκη. «Εκεί», διαβάζω, «τον εύρεν εις τον κρόταφον και τον άφηκεν άπνουν η σφαίρα Τούρκου ακροβολιστού. Έπεσε σύρων μετ' αυτού εις την γην και την σημαίαν της ημισελήνου!» Τέτοια στην Κύπρο έχουν γίνει πολλά. Μνημονεύω επίσης, πάλι από τη Μάχη της Λεμεσού, τον αντάρτη της ΕΟΚΑ Β' Πανίκο Πουργουρίδη, που είχε το προνόμιο να φέρει το αυτόματο του αρχηγού του...»
Στα αποσπάσματα παρατηρείται ένα συνεχές ρεύμα πληροφοριών: ονόματα, τοπωνύμια, στρατιωτικά σώματα, ιστορικές παραθέσεις, βιογραφικές λεπτομέρειες. Αντί αυτά να λειτουργούν προς την ανάπτυξη χαρακτήρων ή σκηνών, παρατάσσονται σαν ανεπεξέργαστος κατάλογος.
Η λογοτεχνική λειτουργία υποκαθίσταται από μια λογική αρχείου, με αποτέλεσμα η γραφή να χάνει την αφηγηματική της αναγκαιότητα και να γίνεται μουσειακή, όχι μυθοπλαστική. Επίσης, για παράδειγμα οι μεταβάσεις από τον Πετρούσκα στον Νιζίνσκι, από τη Βεργίνα στον Αυξεντίου, από τον Καρδιανό στον Παλληκαρίδη, οι συνδέσεις είναι περισσότερο συνειρμικές παρά οργανικά αφηγηματικές αν θέλουμε να έχουμε ένα λογοτεχνικά άρτιο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, θυμίζει ένα brainstorming σε πραγματικό χρόνο: ο αφηγητής μοιάζει να σκέφτεται δυνατά χωρίς προηγούμενη επεξεργασία. Η μυθοπλασία δεν χτίζεται· διακόπτεται συνεχώς από εγκυκλοπαιδικές παρεκβάσεις που λειτουργούν ως επίδειξη γνώσης, όχι ως λογοτεχνικός μηχανισμός. Επιπρόσθετα φράσεις όπως:
«Η καρδία μιλά. Ο νους ακούει. Η Ένωση είναι το μοναδικό γεγονός»,
«Η Κύπρος είναι το κλειδί για τη λύση της Δύσης»,
«Τέτοια στην Κύπρο έχουν γίνει πολλά»,
«Να ’ναι ευλογημένο. Κανείς απών.»
προδίδουν μια αφηγηματική στάση απόλυτης βεβαιότητας. Η γραφή μοιάζει ομολογιακή, σχεδόν θεολογικώς κηρυγματική. Ο αναγνώστης δεν καλείται να ερμηνεύσει· καλείται να πιστέψει.
Έτσι, η λογοτεχνία χάνει την πολυφωνία της και καταλήγει σε δογματικό μονόλογο. Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί ο πληθωρισμός των αναφορών χωρίς λειτουργία με μια αισθητική σύγχυση και με αφηγηματικό κορεσμό. Οι αλλεπάλληλες αναφορές (Ομηρικός κόσμος, ζαμανφουτιστές, Πιερότος, Πετρούσκα, Αντάντ, Βεργίνα, Θεοτόκος, Αόρατος Πόλεμος, ΕΟΚΑ Β’) δημιουργούν αισθητική υπερφόρτωση. Αντί να συνθέτουν μια πολύσημη τοιχογραφία, παρατάσσονται χωρίς ιεράρχηση, οδηγώντας σε σημασιολογική διάχυση. Η λογοτεχνική εικόνα καταποντίζεται κάτω από τη βαρύτητα των παραπομπών και ο αναγνώστης παλεύει να εντοπίσει τον βασικό άξονα της αφήγησης. Τέλος, η ανάγνωση γίνεται δύσβατη, με απουσία ρυθμού, χώρου και αναπνοής. Το έργο δεν επιτρέπει παύση. Δεν υπάρχει ήπια και τεχνικές άρτιες με λογοτεχνικό ύφος μεταβάσεις από σκηνή σε σκηνή αλλά διακρίνεται μια ασυνέχεια από ιστορικό κατάλοιπο σε θεολογικό συμπέρασμα, από «εθνικό ηρωισμό» σε προσωπική εξομολόγηση. Όλα αυτά χωρίς εσωτερική συνοχή. Η εμπειρία της ανάγνωσης γίνεται κοπιαστική, χωρίς μυθιστορηματική εμπλοκή. Ο αναγνώστης δεν «μπαίνει» στο κείμενο· μένει στην περιφέρεια ενός λαβυρίνθου όπου η υπερβολή της εγκυκλοπαιδικής ύλης ακυρώνει τη λογοτεχνική συγκίνηση.
Το Συμβάν 74 διαθέτει σαφείς φιλοδοξίες και μια ισχυρή πρόθεση να αναμετρηθεί με ένα πολιτικά φορτισμένο ιστορικό γεγονός. Ωστόσο, η μεθοδολογία που επιλέγεται, η υπερφόρτωση πληροφοριών, η απουσία επεξεργασμένης μυθοπλασίας και ο δογματικός τόνος περιορίζουν σημαντικά τη λογοτεχνική του αποτελεσματικότητα. Το έργο τελικά μοιάζει περισσότερο με συλλογή σημειώσεων παρά με μυθιστόρημα ικανό να μεταβολίσει το ιστορικό υλικό σε αφηγηματική τέχνη. Ο αφηγητής φαίνεται να καταγράφει ό,τι τον απασχολεί χωρίς να έχει προηγηθεί δομική λογοτεχνική πειθαρχία, αφήνοντας το κείμενο να μοιάζει με πρώτη ύλη, όχι τελικό έργο.
“Συμβάν 74” του Κυριάκου Μαργαρίτη
Το μυθιστόρημα «Συμβάν 74» του Κυριάκου Μαργαρίτη εξετάζεται κριτικά ως προς την προσέγγιση του σε ένα ιστορικά φορτισμένο γεγονός. Ο κριτικός επισημαίνει ότι το έργο συχνά καταφεύγει σε υπεραπλουστεύσεις και εγκυκλοπαιδικό ύφος, αντί να ενσωματώσει την ιστορική ύλη στη μυθοπλασία με λογοτεχνικό τρόπο. Η υπερβολική πληροφορία, σύμφωνα με την κριτική, αποδυναμώνει τη γραφή και εμποδίζει την ανάπτυξη μιας πιο βαθιάς και συναισθηματικής σύνδεσης με το θέμα. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζεται η προσπάθεια του συγγραφέα να αναμετρηθεί με ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, αλλά υπογραμμίζεται η ανάγκη για μεγαλύτερη λεπτότητα και λογοτεχνική ακεραιότητα. Η κριτική τονίζει ότι το «Συμβάν», όπως ορίζεται από τον Alain Badiou, είναι μια ρήξη που ανοίγει τη δυνατότητα για το νέο, και η μυθοπλασία πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυτή την πολυπλοκότητα.
You Might Also Like
Χλόη Μπέλλου:Ο Μόντης «συναντά» τον σύγχρονο χορό
Nov 17