Πώς μια νύχτα του Δεκέμβρη του 1963 άνοιξε τον δρόμο για την κατάρρευση της συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, την «πράσινη γραμμή» και τη σημερινή κανονικότητα της διχοτόμησης
Αν ζητήσεις μια ημερομηνία που να συνοψίζει την αρχή του τέλους για την Κυριακή Δημοκρατία, όπως χτίστηκε με τις συμφωνίας Ζυρίχης – Λονδίνου, η 21η Δεκεμβρίου 1963 θα έρχεται πάντα πρώτη. Όχι επειδή εκείνο το ξημέρωμα «γεννήθηκε» η διχοτόμηση με μαγικό τρόπο, αλλά επειδή τότε έσπασε οριστικά η λεπτή κλωστή της εμπιστοσύνης και, μαζί της, η δυνατότητα να λειτουργήσει το κράτος χωρίς να στέκεται από πάνω του ένας επιτηρητής, μια εγγυήτρια δύναμη, ένας στρατός, ένας παρακρατικός μηχανισμός.
Οι αφηγήσεις γύρω από εκείνες τις μέρες είναι πολλές, συχνά ανταγωνιστικές, συχνά φτιαγμένες για να χωράνε σε σημαίες και μνημόσυνα. Όμως υπάρχουν γεγονότα που δεν αλλάζουν επειδή τα «διαβάζει» διαφορετικά η κάθε πλευρά. Υπάρχουν νεκροί, υπάρχουν σπίτια που έμειναν πίσω, υπάρχουν άνθρωποι που μετακινήθηκαν με μια βαλίτσα, υπάρχουν γειτονιές που κόπηκαν στα δύο και ένας τρόπος ζωής που δεν επέστρεψε ποτέ.
Και υπάρχει κάτι ακόμα, που ίσως να πονά περισσότερο από τα μεγάλα συνθήματα. Το ότι, μετά από τόσες δεκαετίες, μάθαμε να ζούμε με το παράλογο σαν να είναι φυσιολογικό. Με οδοφράγματα, με τον περίπατο που σταματά στη μέση της οδού Λήδρας, με συρματοπλέγματα στη μέση της πρωτεύουσας, με μια «γραμμή» που την λες πράσινη για να την αντέχεις πιο εύκολα, λες και το χρώμα αλλάζει την πραγματικότητα.
Η νύχτα που άναψε το φυτίλι
Τα ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου 1963, στη Λευκωσία, μια φαινομενικά τυπική «αστυνομική» σκηνή, με έλεγχο σε αυτοκίνητο, ένταση και φωνές που εξελίχθηκαν σε πυροβολισμούς. Δύο Τουρκοκύπριοι έπεσαν νεκροί και, σε λίγες ώρες, στη πόλη φαινόταν να χάνεται ο έλεγχος. Το περιστατικό εκείνο, με όλες τις λεπτομέρειες και τις σκοτεινές του γωνιές, λειτούργησε σαν σπίθα σε χώρο που τη μυρωδιά της βενζίνης κάλυπτε τα πάντα.
Όταν αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί σε γειτονιές όπου ζουν δίπλα δίπλα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, δεν χρειάζεται «κεντρική εντολή» για να ξεχυθεί ο φόβος στους στενούς δρόμους. Μόνο που ο φόβος δεν ήταν αυτός που προκλήθηκε από ένα μεμονωμένο. Το χαλί το οποίο μούσκεψε το αίμα είχε στρωθεί από καιρό. Εκείνο το πρωινό, ο φόβος βρήκε έτοιμες υποδομές, με ένοπλες ομάδες και από τις δύο πλευρές, δίκτυα, ανθρώπους που περίμεναν μια αφορμή, κάποιους για να «προστατεύσουν», κάποιους για να «εκδικηθούν», κάποιους για να υλοποιήσουν σχέδια που δεν γράφτηκαν ποτέ σε επίσημες ανακοινώσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνες οι μέρες έμειναν στη μνήμη των Τουρκοκυπρίων ως «Ματωμένα Χριστούγεννα», γιατί αυτό επέβαλε το αφήγημα της Άγκυρας. Οι συγκρούσεις εξελίχθηκαν γρήγορα σε κύκλο βίας, με νεκρούς και στις δύο κοινότητες, με εγκλήματα που βαραίνουν μέχρι σήμερα και με την Τουρκία να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα επεισόδια ως μόνιμο άλλοθι για όσα ακολούθησαν μέχρι και το 1974.
Η πόλη ήδη έβραζε
Όποιος παρουσιάζει την έκρηξη του 1963 σαν αποτέλεσμα ενός «τυχαίου» περιστατικού, απλώς κλείνει το μάτι στη βολική απλοποίηση της ιστορίας. Το κλίμα ήταν ήδη φορτισμένο. Το 1962, στη Λευκωσία, σημειώθηκαν εκρήξεις σε δύο τεμένη, το Ομεριέ και το Μπαϊρακτάρη, γεγονός που έριξε λάδι στη φωτιά και τροφοδότησε αλληλοκατηγορίες για προβοκάτσια. Στον απόηχο εκείνης της υπόθεσης, δολοφονήθηκαν οι Τουρκοκύπριοι δημοσιογράφοι Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουρκάν, οι οποίοι είχαν συγκρουστεί με το κατεστημένο της κοινότητάς τους και, σύμφωνα με πολλές αναφορές, ετοιμάζονταν να δημοσιοποιήσουν πληροφορίες για τους πραγματικούς δράστες, των εκρήξεων στα τεμένη.
Ήξεραν πως ήταν Τούρκοι πράκτορες της ΜΙΤ
Αυτό το στοιχείο δεν είναι απλώς κάποια λεπτομέρεια χαμένη στο πέλαγος των γεγονότων εκείνης της εποχής. Δείχνει κάτι που συχνά αποφεύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα. Ο παρακρατικός κόσμος δεν ήταν «παράρτημα» της σύγκρουσης. Ήταν εργαλείο της. Και σε ένα νησί όπου οι μεγάλες ιδέες, η ένωση, η διχοτόμηση και η «μητέρα πατρίδα», μπήκαν πάνω από την κοινή ζωή, οι παρακρατικοί έγιναν οι πραγματικοί διαχειριστές του χάους.
Την ίδια περίοδο, η λειτουργία της νεαρής Κυπριακής Δημοκρατίας δοκιμαζόταν από ένα Σύνταγμα που πολλοί το περιέγραφαν ως δυσκίνητο και διαιρετικό, με χωριστές πλειοψηφίες, βέτο και μια αρχιτεκτονική που απαιτούσε καλή πίστη κάθε μέρα, όχι μόνο στις επετείους. Αυτή η δυσλειτουργία ήταν ένας από τους λόγους που ο Μακάριος κατέθεσε στις 30 Νοεμβρίου 1963 την πρόταση των «13 σημείων» για συνταγματικές αλλαγές, η οποία απορρίφθηκε από την τουρκοκυπριακή πλευρά και λειτούργησε ως σπίθα στο βραδύκαυστο φυτίλι της κρίσης.
Κατάρρευση του κράτους
Μετά τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου, το κράτος άρχισε να λειτουργεί με τρόπο που καταδείκνυε πως ο καθένας έπαιρνε τον δρόμο του. Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν, με πίεση και καθοδήγηση της Τουρκίας, της ηγεσίας τους και της ΤΜΤ, εγκαταλείποντας κρίσιμες δομές, τη δημόσια υπηρεσία, τη Βουλή, την αστυνομία και θεσμούς που υποτίθεται ότι θα ήταν κοινά θεμέλια. Παράλληλα, πολλοί περιορίστηκαν σε θύλακες, με στενή μετακίνηση και με την καλλιέργεια μιας αίσθησης πολιορκίας που έμελλε να διαμορφώσει ολόκληρη γενιά.
Οι αριθμοί είναι σκληροί, όχι επειδή είναι αριθμοί, αλλά επειδή πίσω τους υπάρχουν άνθρωποι. Στην κρίση του 1963 έως 1964 αναφέρονται εκατοντάδες νεκροί και από τις δύο πλευρές και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, με δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριους να συγκεντρώνονται σε θύλακες, γιατί αυτό ήταν το σενάριο στο μεγάλος σχέδιο της Τουρκίας.
Εδώ υπάρχει ένα σημείο που μας ενοχλεί και γι’ αυτό συνήθως από τύψεις και ενοχή το προσπερνάμε. Η βία ήταν αμφίδρομη, άσχετα με το ποιος ξεκίνησε πρώτος τον κύκλο αίματος. Υπήρξαν εγκλήματα, σφαγές αμάχων, πράξεις που κηλιδώνουν το επίσημο κράτος και που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ως προπαγανδιστικό υλικό. Η αναγνώριση αυτού του στοιχείου δεν αποτελεί αυτομαστίγωμα, αλλά ειναι προϋπόθεση για να μην ξαναγίνουμε αιχμάλωτοι των ίδιων μηχανισμών.
Η «πράσινη γραμμή»
Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1964, οι Βρετανοί ανέλαβαν ρόλο επιτηρητή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, σε μια προσπάθεια να «παγώσει» η σύγκρουση πριν καταστεί ανεξέλεγκτη. Σε εκείνο το πλαίσιο, σε διαπραγματεύσεις που κράτησαν ώρες, χαράχτηκε στη Λευκωσία μια γραμμή κατάπαυσης πυρός πάνω σε χάρτη, με πράσινο μολύβι, από τον στρατηγό Πίτερ Γιανγκ. Η λεπτομέρεια του πράσινου μολυβιού έγινε σύμβολο, αλλά το σύμβολο ήταν το λιγότερο. Το ουσιαστικό ήταν ότι η πρωτεύουσα απέκτησε ένα εσωτερικό άτυπο σύνορο το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα.
Η συμφωνία εκείνης της περιόδου φέρει υπογραφές της ηγεσίας των δύο κοινοτήτων και της βρετανικής πλευράς, αλλά η πραγματικότητα που γεννήθηκε δεν ήταν θέμα συμφωνίας. Ήταν ένα προσωρινό μέτρο που έγινε μόνιμο, όπως συμβαίνει συχνά στην Κύπρο.
Ο ΟΗΕ μπήκε στη μέση και δεν μπορεί να βγει
Το 1964, ο ΟΗΕ δημιούργησε την Ειρηνευτική Δύναμη στην Κύπρο, την UNFICYP, με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, για να συμβάλει στην αποκατάσταση της τάξης και στην αποτροπή νέων συγκρούσεων. Η απόφαση 186 υιοθετήθηκε στις 4 Μαρτίου 1964.
Λίγους μήνες μετά, σε έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, καταγράφεται συστηματική αποτίμηση των ζημιών σε περιουσίες από τις ταραχές, με αναφορές σε εκατοντάδες κατοικίες που καταστράφηκαν και χιλιάδες που υπέστησαν λεηλασίες ή τεράστιες φθορές σε δεκάδες χωριά.
Αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν ψυχρή «ιστορική λογιστική». Είναι η απτή απόδειξη ότι, από τότε, η επιστροφή στις προηγούμενες ισορροπίες έγινε σχεδόν αδύνατη. Όταν χάνεται το σπίτι, όταν το χωριό αδειάζει, όταν η περιουσία λεηλατείται, δεν επιστρέφεις εύκολα στο ίδιο καφενείο και στην ίδια γειτονιά. Η γεωγραφία παίρνει πολιτικό χαρακτήρα και η πολιτική γίνεται τάση να χτίσεις, συχνά πάνω στα ερείπια του άλλου.
Οι αναγνώσεις της ιστορίας
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, και πιο σκληρά, ευρήματα των ερευνών προφορικής ιστορίας είναι ότι οι άνθρωποι δεν αφηγούνται πάντα όπως τα κόμματα, οι ηγεσίες και τα σχολικά βιβλία. Σε μαρτυρίες Τουρκοκυπρίων που εκτοπίστηκαν από τον νότο προς τον βορρά, επανέρχεται συχνά η εμπειρία της απώλειας και η αίσθηση ότι οι λεηλασίες και οι καταστροφές είχαν στόχο να εμποδίσουν την επιστροφή.
Αντίστοιχα, στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, οι μαρτυρίες για τον εκτοπισμό, ειδικά μετά το 1974, δείχνουν πώς η προσφυγιά μετατράπηκε σε ταυτότητα, ακόμα και μέσα από επίσημες κατηγοριοποιήσεις. Για παράδειγμα, καταγράφεται η διάκριση ανάμεσα στους «πρόσφυγες» του 1974 και τους «τουρκόπληκτους» προηγούμενων περιόδων, μια γλωσσική λεπτομέρεια που κουβαλά το δική της πολιτικό και κοινωνικό βάρος.
Εδώ βρίσκεται και μια μεγάλη κυπριακή ειρωνεία, από αυτές που δεν χρειάζονται αστείο για να γελάσεις πικρά. Στο νησί που διχάστηκε με τη δύναμη των όπλων, εμείς οι ίδιοι μάθαμε να διαιρούμε μέχρι και τα τραύματά μας σε κατηγορίες.
Χριστούγεννα 1963 -Καλοκαίρι 1974
Η δεκαετία που ακολούθησε δεν διακρίνεται από την αναμονή, αλλά υπήρξε συνεχής διαπραγμάτευση, κρίσεις, συγκρούσεις, σχέδια λύσης τα ποία γράφονταν και σβήνονταν και μια σταδιακή αποδοχή ότι η συμβίωση είχε μετατραπεί σε διαχείριση της σύγκρουσης. Η διχοτόμηση, πριν γίνει χαρακιά στο έδαφος το 1974, είχε ήδη γίνει συνήθεια στους θεσμούς, στην ασφάλεια, στις διαδρομές, στις κοινωνικές επαφές.
Το 1974, μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, η γραμμή πήρε τη σημερινή της μορφή. Η κλίμακα του εκτοπισμού ήταν τεράστια. Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι έφυγαν από τον κατεχόμενο βορρά προς τον ελεύθερο νότο μέσα σε λίγες μέρες, ενώ και οι Τουρκοκύπριοι του νότου εξαναγκάστηκαν να φύγουν προς τις κατεχόμενες περιοχές
Αυτός ο εκτοπισμός δεν ήταν απλώς μετακίνηση, αλλά ήταν αλλαγή του κοινωνικού χάρτη. Ήταν νέες συνοικίες, πρόχειρα καταλύματα, σχολεία που λειτουργούσαν σε αίθουσες με περισσότερο θόρυβο από κραυγές και πόνο παρά από κουδούνια. Ήταν Χριστούγεννα με δέντρα σε αυλές συγγενών, με άδειες καρέκλες, με σπίτια που έμειναν πίσω «για λίγες μέρες», μέχρι που οι λίγες μέρες έγιναν δεκαετίες.
Το ρολόι που δεν σταματά
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά των Χριστουγέννων της διχοτόμησης, η πιο αμείλικτη. Είναι τα Χριστούγεννα των οικογενειών που δεν ήξεραν αν θα στρώσουν τραπέζι για έναν άνθρωπο που «ίσως» γυρίσει. Η διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με ταυτοποιήσεις λειψάνων δεκαετίες μετά και με εκατοντάδες οικογένειες να περιμένουν απαντήσεις. Πολλοί από τους αγνοουμένους του 1974 και της προηγούμενης δεκαετίας διακοινοτικής βίας, έχουν ταυτοποιηθεί αλλά παραμένουν ακόμη εκατοντάδες περιπτώσεις χωρίς απάντηση στο που, πως και γιατί. Η ιστορία διδάσκει πως η διχοτόμηση δεν είναι μόνο πολιτικό πρόβλημα, αλλά μια καθημερινή διαχείριση απωλειών.
Μισό κράτος με ολόκληρο πρόβλημα
Το 2004, η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τυπικά, ολόκληρο το νησί είναι ευρωπαϊκό έδαφος. Πρακτικά, το ευρωπαϊκό κεκτημένο έχει ανασταλεί στις περιοχές όπου η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, όπως προβλέπει το Πρωτόκολλο 10 της Πράξης Προσχώρησης.
Αυτή η νομική πραγματικότητα είναι η σύγχρονη μετάφραση της παλιάς γραμμής με το πράσινο μολύβι. Η ΕΕ δεν σβήνει αυτομάτως τις γραμμές, αλλά προσφέρει ένα πλαίσιο ασφάλειας, δικαίου, οικονομικής προοπτικής που, αν το θέλουμε, μπορεί να γίνει μέρος της λύσης.Το μέλλον μας δεν θα κριθεί από το πόσες φορές θα επαναλάβουμε ότι «θέλουμε λύση», αλλά από το πόσο αντέχουμε να σπάσουμε τη βολική ρουτίνα της μη λύσης και των τετελεσμένων.
Ίδια ρητορική άλλα πρόσωπα
Σήμερα, η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να στηρίζει ως πλαίσιο λύσης τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, ενώ η τουρκική πλευρά, σε επίπεδο Άγκυρας, επιμένει στη ρητορική των «δύο κρατών», κάτι που επαναλαμβάνεται δημοσίως και επηρεάζει την πορεία των συνομιλιών (που δεν γίνονται για 8 χρόνια) και δηλητηριάζει κάθε προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών εμπιστοσύνης. Την ίδια στιγμή, ζούμε στην παραδοξότητα. Μπορείς να περάσεις από το οδόφραγμα, να πιεις καφέ, να μιλήσεις με ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι γείτονές σου σε άλλες εποχές και να γυρίσεις πίσω σε μια πραγματικότητα όπου το «άλλο μέρος» υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει, αναγνωρίζεται αλλά δεν αναγνωρίζεται, είναι κοντά αλλά πολιτικά απλησίαστο.
Χριστούγεννα κάθε χρόνο
Ο Δεκέμβρης του 1963 δεν είναι απλώς μνήμη. Είναι το σημείο όπου η Κύπρος πέρασε από την ιδέα του ενιαίου κράτους στην πραγματικότητα της χωριστής ασφάλειας. Από την πολιτική αντιπαράθεση στον γεωγραφικό διαχωρισμό. Από τις διαφωνίες σε συντάγματα και βέτο, σε οδοφράγματα και θύλακες.
Για αυτό τα Χριστούγεννα της διχοτόμησης δεν είναι μόνο εκείνα του 1963. Είναι τα Χριστούγεννα κάθε χρόνου που μεγαλώνουν παιδιά χωρίς να ξέρουν πώς ήταν η πόλη πριν κοπεί στα δύο. Είναι τα Χριστούγεννα κάθε χρονιάς που η λύση μετατίθεται για το…«όταν ωριμάσουν οι συνθήκες», λες και οι συνθήκες ωριμάζουν μόνες τους, σαν φρούτα που απλώς κάθεσαι και τα κοιτάς.
Η διχοτόμηση δεν είναι ένα καπρίτσιο της ιστορίας που «έτυχε» και έμεινε. Είναι αποτέλεσμα επιλογών, φόβων, παρακρατικών εργαλείων, ξένων συμφερόντων, αλλά και δικών μας ορίων. Όσο την αντιμετωπίζουμε ως φυσική κατάσταση, τόσο θα της δίνουμε το δικαίωμα να λαθροβιώνει.
Ωστόσο Ιστορία δεν καταλαβαίνει από γιορτές και ρεβεγιόν. Δεν ενδιαφέρεται αν κουραστήκαμε. Επιστρέφει, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, και μας υπενθυμίζει ότι η γραμμή στη μέση της πόλης, είναι η ήττα μας .
Τα Χριστούγεννα που πνίγηκαν στο σκοτάδι και βάφτηκαν στο αίμα
Η νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου 1963 σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Κύπρου, ανοίγοντας τον δρόμο για τη διχοτόμηση του νησιού. Το περιστατικό, που ξεκίνησε ως έλεγχος αυτοκινήτου στη Λευκωσία, εξελίχθηκε σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο ατόμων και την κλιμάκωση της βίας. Η νύχτα αυτή, γνωστή ως «Ματωμένα Χριστούγεννα» από τους Τουρκοκυπρίους, ανέδειξε την εύθραυστη φύση της συμβίωσης στο νησί και την αδυναμία του κράτους να διασφαλίσει την ασφάλεια και των δύο κοινοτήτων. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι ένοπλες ομάδες και τα κρυφά σχέδια συνέβαλαν στην ταχεία κλιμάκωση της βίας και στην αποτυχία των προσπαθειών για αποκατάσταση της τάξης. Η σύγκρουση του 1963 οδήγησε στη δημιουργία της «πράσινης γραμμής», που χώρισε τη Λευκωσία και, αργότερα, ολόκληρο το νησί. Η γραμμή αυτή, αρχικά ένα απλό οδόφραγμα, μετατράπηκε σε ένα μόνιμο σύνορο, που συμβολίζει τη διχοτόμηση και την απουσία ειρηνικής συνύπαρξης. Η αφήγηση γύρω από τα γεγονότα του 1963 είναι συχνά αμφιλεγόμενη και φορτισμένη με συναισθήματα. Ωστόσο, η σημασία της ημερομηνίας αυτής παραμένει αναμφισβήτητη, καθώς σηματοδοτεί την αρχή μιας μακράς και επώδυνης περιόδου για την Κύπρο, που κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή του 1974 και την οριστική διχοτόμηση του νησιού.
You Might Also Like
Οι δολοφονίες που άλλαξαν τον χάρτη της Greek Mafia
Dec 6
«Ο Άνθρωπος Ελέφαντας» σε σκηνοθεσία Ανδρέα Κυριάκου: «Η ανθρώπινη αξία δεν χρειάζεται άδεια για να υπάρξει»
Dec 8
Καρογιάν: Η ΔΗΠΑ ανταποκρινόμενη στο καθήκον της θα υπερψηφίσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό
Dec 15
Η κρυφή ζωή του Μάθιου Πέρι: Μια αποκαλυπτική συνέντευξη με δύο ανθρώπους που τον έζησαν περισσότερο
Dec 17
Κενάς Αγιάς: Δεν ήμουν μόνος στα γερμανικά δικαστήρια… Δίπλα μου ήταν η φωνή του κουρδικού και του κυπριακού λαού
Dec 18