Τις τελευταίες ημέρες, η δημόσια συζήτηση στην Κύπρο μονοπωλείται από την υπόθεση των έργων τέχνης του εικαστικού Γιώργου Γαβριήλ και τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν, από πολιτικά κόμματα και όχι μόνο. Οι αναφορές περί «αμαύρωσης της πίστης», προσβολής του θρησκευτικού αισθήματος και ηθικής εκτροπής κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο, δημιουργώντας ένα κλίμα έντασης και διχασμού.
Δεν είναι πρόθεσή μου να υπεισέλθω στην ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ούτε να τοποθετηθώ υπέρ ή κατά των συγκεκριμένων έργων. Η τέχνη, άλλωστε, ανέκαθεν προκαλούσε, ενοχλούσε, άνοιγε δύσκολα ερωτήματα. Αυτό που αξίζει, όμως, να παρατηρήσουμε και στο οποίο εστιάζει το άρθρο είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζήτημα αξιοποιήθηκε πολιτικά και κυρίως ο μηχανισμός που ενεργοποιήθηκε στην προκειμένη περίσταση.
Για ακόμη μια φορά, λοιπόν, είδαμε τον πολιτικό λόγο να επενδύει όχι στη νηφαλιότητα, τη συζήτηση και τη σύνθεση, αλλά στον φόβο, την αγανάκτηση και τα πιο πρωτόγονα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Η πίστη, ένα βαθιά προσωπικό και υπαρξιακό βίωμα, μετατράπηκε σε εργαλείο συσπείρωσης, σε σημαία φανατισμού, σε εύκολο μοχλό για να «μαντρωθεί» ο κόσμος γύρω από μια απλουστευτική αφήγηση: «εμείς και οι άλλοι, οι προσβεβλημένοι και οι εχθροί».
Αυτό το μοτίβο, ωστόσο, δεν είναι καινούργιο. Το έχουμε δει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. Το είδαμε στην περίοδο της πανδημίας, όταν η κοινωνία διχάστηκε σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, με τη μία πλευρά να στιγματίζεται ως «μίασμα», και τον δημόσιο λόγο να πυροδοτεί φόβο, καχυποψία και μια επίπλαστη ηθική ανωτερότητα, αντί για ψύχραιμη ενημέρωση και ενσυναίσθηση. Το βλέπουμε κάθε φορά που το μεταναστευτικό ανάγεται σε απλοϊκές κραυγές περί «κλοπής θέσεων εργασίας» ή πολιτισμικής αλλοίωσης, χωρίς σοβαρή συζήτηση για τα αίτια και τις λύσεις. Από το Σχέδιο Ανάν και τους «νενέκους» και τις «οχιάδες», μέχρι τους Μακαριακούς και τους Γριβικούς, ο διχασμός υπήρξε διαχρονικά ένα εύχρηστο εργαλείο χειραγώγησης.
Και για να είμαστε σαφείς, το γεγονός ότι επισημαίνεται ο τρόπος χειρισμού αυτών των θεμάτων δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζονται ή αγνοούνται τα ίδια τα προβλήματα. Η πανδημία ήταν υπαρκτή και επικίνδυνη. Το μεταναστευτικό είναι σύνθετο και πιεστικό. Η πίστη αποτελεί για πολλούς ανθρώπους ιερό και μη διαπραγματεύσιμο στοιχείο της ταυτότητάς τους. Όμως, άλλο πράγμα είναι η αναγνώριση της σοβαρότητας ενός ζητήματος και άλλο η εργαλειοποίησή του προς όφελος πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Όταν τα πολιτικά κόμματα επιλέγουν να απευθύνονται στα χαμηλότερα ένστικτα της κοινωνίας, όταν καλλιεργούν φόβο αντί για σκέψη και οργή αντί για κατανόηση, τότε ο δημόσιος διάλογος εκτροχιάζεται. Η ουσία χάνεται, τα πραγματικά ερωτήματα μένουν αναπάντητα και η κοινωνία διχάζεται σε στρατόπεδα που φωνάζουν, αλλά δεν ακούνε.
Σε μια δημοκρατία, ο ρόλος της πολιτικής δεν είναι να φανατίζει, να απλουστεύει επικίνδυνα, να «μαντρώνει» τους πολίτες, αλλά να διαφωτίζει, να αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και να εμπιστεύεται τους πολίτες ως σκεπτόμενα όντα. Όταν αυτό ξεχνιέται, τότε κάθε θέμα, από την τέχνη μέχρι την υγεία και τη μετανάστευση, κινδυνεύει να γίνει απλώς ακόμη ένα εργαλείο χειραγώγησης.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο ανησυχητικό στοιχείο της εποχής μας: όχι οι διαφωνίες, αλλά η ευκολία με την οποία μετατρέπονται σε φανατισμό· όχι τα δύσκολα ζητήματα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εργαλειοποιούνται, ανεξαρτήτως ατζέντας και πολιτικού χρωματισμού, αφού πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται από κάθε πολιτικό χώρο, τόσο από τους «μπλε», όσο και από τους «κόκκινους».
Εν κατακλείδι, το ζητούμενο σε κάθε δημόσια συζήτηση δεν είναι η απόλυτη συμφωνία, αλλά η ευθύνη. Η ευθύνη του πολιτικού λόγου να μην επενδύει στον θυμό και στον φόβο, αλλά στη νηφαλιότητα και στη σκέψη. Και η ευθύνη των πολιτών να μην παρασύρονται από εύκολα συνθήματα και απλουστεύσεις, αλλά να απαιτούν ουσία, διάλογο και αλήθεια· γιατί όταν ο φανατισμός αντικαθιστά την κρίση, το τίμημα το πληρώνει πάντα η κοινωνία.
Όταν ο φανατισμός μετατρέπεται σε πολιτικό εργαλείο
Η δημόσια συζήτηση στην Κύπρο έχει επικεντρωθεί στις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα έργα τέχνης του εικαστικού Γιώργου Γαβριήλ, με πολιτικά κόμματα και άλλους φορείς να εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις. Οι αναφορές περί «αμαύρωσης της πίστης» και προσβολής του θρησκευτικού αισθήματος έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα έντασης και διχασμού, ενώ η ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο. Ο συγγραφέας του άρθρου επισημαίνει ότι το ζήτημα αξιοποιήθηκε πολιτικά, με τον πολιτικό λόγο να επενδύει στον φόβο, την αγανάκτηση και τα πρωτόγονα αντανακλαστικά της κοινωνίας, αντί για τη νηφαλιότητα και τη συζήτηση. Η πίστη, ένα βαθιά προσωπικό βίωμα, μετατράπηκε σε εργαλείο συσπείρωσης και φανατισμού, διαιρώντας την κοινωνία σε αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτό το μοτίβο, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, δεν είναι καινούργιο και έχει επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν, σε θέματα όπως η πανδημία, το μεταναστευτικό και η διακύβερνηση. Η πολιτική, αντί να διαφωτίζει και να εμπιστεύεται τους πολίτες, επιλέγει να τους χειραγωγεί, απευθυνόμενη στα χαμηλότερα ένστικτά τους. Το άρθρο καταλήγει τονίζοντας ότι η ουσία του διαλόγου χάνεται όταν τα ζητήματα εργαλειοποιούνται για πολιτικούς σκοπούς, οδηγώντας σε διχασμό και πόλωση. Η πολιτική, σύμφωνα με τον συγγραφέα, θα πρέπει να προωθεί τη συζήτηση, την κατανόηση και τη σύνθεση, αντί να καλλιεργεί φόβο και οργή.
You Might Also Like
Τα παιχνίδια εξουσίας και η θεσμική παρακμή
Nov 30
Όταν γυναίκες εκφοβίζουν γυναίκες, στον χώρο εργασίας!
Dec 14
Καρογιάν: Η ΔΗΠΑ ανταποκρινόμενη στο καθήκον της θα υπερψηφίσει τον Κρατικό Προϋπολογισμό
Dec 15
Νίκος Σύκας: Δεν μπορεί η κυβέρνηση να κρύβεται πίσω από αριθμούς και να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα
Dec 16
Φωτεινή Τσιρίδου: Ο προϋπολογισμός είναι η απάντηση στην πολιτική του θορύβου
Dec 16