Του Παναγιώτη Βασιλείου
Τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες ακόμη μίας παράδοξης πολιτικής ιστορίας –μιας από τις πολλές που έχει γνωρίσει, και δυστυχώς θα συνεχίσει να γνωρίζει, ο τόπος μας. Αναφέρομαι στον πολυσυζητημένο νόμο για τις διαδηλώσεις, ο οποίος ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες από τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΕΛΑΜ, ΕΔΕΚ, ΔΗΚΟ και ΔΗΠΑ.
Ένα νομοθέτημα για το οποίο κάποιοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, ενώ άλλοι φορούσαν… ακουστικά και το υπερασπίζονταν με πείσμα και πάθος μέχρι τέλους. Και τώρα, ξαφνικά, όλοι –ή τέλος πάντων αρκετοί– παραδέχονται ότι μάλλον δεν ήταν και τόσο ορθό. Δεν χρειάζεται κανείς ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί τι συνέβη: μόλις μια διεθνής γνωμάτευση, το χαστούκι του ΟΑΣΕ συγκεκριμένα, έβαλε «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», συντελέστηκε μια εντυπωσιακή μεταστροφή. Όσοι μέχρι χθες θεωρούσαν την παραμικρή αλλαγή «ανεπίτρεπτη», εμφανίζονται σήμερα θετικοί σε «ουσιαστικές τροποποιήσεις».
Αν κάτι αποκαλύπτει αυτή η αναστροφή, δεν είναι ότι ο νόμος ήταν ατελής. Αυτό ήταν εξαρχής προφανές. Αποκαλύπτει ότι η Πολιτεία εξακολουθεί να λειτουργεί με αντανακλαστικά υποτέλειας: όχι απέναντι στους πολίτες της, αλλά απέναντι σε όποιον έχει διεθνή βαρύτητα. Οι εγχώριες επισημάνσεις αγνοήθηκαν, ως συνήθως, οι αντιδράσεις πολιτών, φορέων και οργανώσεων υποτιμήθηκαν, πάλι ως συνήθως, οι ουσιαστικές ανησυχίες για τα δικαιώματα χαρακτηρίστηκαν υπερβολές. Χρειάστηκε ένας εξωτερικός παράγοντας για να ακουστεί το αυτονόητο. Και αυτό είναι βαθιά προβληματικό για τη δημοκρατία μας.
Ο ίδιος ο νόμος, όπως ψηφίστηκε τον Ιούλιο, δημιουργεί ένα περιβάλλον που πνίγει, αντί να προστατεύει, το δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Δεν μπορεί να θεωρείται «σύγχρονο πλαίσιο» μια νομοθεσία που αντιμετωπίζει τον πολίτη με καχυποψία, που φορτώνει υπέρμετρες ευθύνες στους διοργανωτές, που μετατρέπει τη διαδήλωση σε διαδικασία ελέγχου αντί σε αυθόρμητη έκφραση κοινωνικής αντίδρασης.
Η διαμαρτυρία δεν είναι απειλή. Η διαμαρτυρία είναι ένδειξη υγείας. Είναι ο καθρέφτης που δείχνει στην εξουσία το πρόσωπό της –ακόμη κι όταν δεν της αρέσει αυτό που βλέπει.
Η ευθύνη, λοιπόν, δεν είναι να «διορθώσουμε» το νομοσχέδιο με μικροχειρουργικές επεμβάσεις. Η ευθύνη είναι να παραδεχθούμε ότι ένας νόμος που γεννήθηκε με φιλοσοφία περιορισμού δεν μπορεί να μετατραπεί μαγικά σε νόμο ελευθερίας. Χρειαζόμαστε ένα νέο πλαίσιο, πραγματικά συμβατό με το Σύνταγμα, την ευρωπαϊκή νομολογία και τις σύγχρονες δημοκρατικές πρακτικές: ένα πλαίσιο που δεν αντιμετωπίζει την κοινωνική κινητοποίηση ως εμπόδιο, αλλά ως πυλώνα της δημοκρατικής λειτουργίας.
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί τώρα είναι η Πολιτεία να συμβιβαστεί με ημίμετρα. Η δημοκρατία δεν αντέχει ασαφείς ζώνες, ούτε πρόχειρες τροποποιήσεις που απλώς συγκαλύπτουν το πρόβλημα. Αν ο τόπος θέλει πραγματικά να προστατεύσει τα δικαιώματα των πολιτών, οφείλει να αποκαταστήσει πλήρως το δικαίωμα στη διαδήλωση –καθαρά, χωρίς γκρίζες περιοχές και χωρίς να εξαρτάται από κανενός τη διάθεση.
Γιατί μια κοινωνία που φοβάται τις πλατείες της, αργά ή γρήγορα, θα μάθει να φοβάται και τον εαυτό της.
Όταν χρειάζεται ένας διεθνής οργανισμός για να ακουστεί το αυτονόητο!
Το άρθρο επικεντρώνεται στην κριτική που ασκείται στον νέο νόμο για τις διαδηλώσεις, ο οποίος ψηφίστηκε από μια ευρεία πλειοψηφία κομμάτων. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο νόμος περιορίζει το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και ότι η Πολιτεία λειτουργεί με αντανακλαστικά υποτέλειας σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΑΣΕ, ο οποίος εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο. Το άρθρο τονίζει ότι η διαμαρτυρία είναι θεμελιώδες δικαίωμα και ότι η Πολιτεία πρέπει να προστατεύσει την ελευθερία έκφρασης και τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Ο συγγραφέας καλεί σε μια νέα νομοθετική ρύθμιση που να είναι συμβατή με το Σύνταγμα, την ευρωπαϊκή νομολογία και τις σύγχρονες δημοκρατικές πρακτικές.
You Might Also Like
Σκύλοι - οδηγοί αλλάζουν τη ζωή των ατόμων με κινητικά προβλήματα
Nov 16
Τα παιχνίδια εξουσίας και η θεσμική παρακμή
Nov 30
Το Σχίσμα και η βαριά ιστορία δεν θα γεφυρωθούν με κοινό εορτασμό του Πάσχα
Dec 1