Ο Ρίτσαρντ Μπράνσον απογείωσε τη Virgin Atlantic χωρίς να ρισκάρει ούτε ένα δολάριο.
Ήταν καλοκαίρι του 1984 όταν ένας νεαρός επιχειρηματίας, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, με φήμη στον χώρο της δισκογραφίας βρέθηκε να περιμένει απογοητευμένος σε ένα αεροδρόμιο. Η πτήση που είχε κλείσει από τη Νέα Υόρκη για τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους στην Καραϊβική είχε μόλις ακυρωθεί. Αυτή η καθυστέρηση στους περισσότερους θα προκαλούσε απλώς βαρεμάρα. για πολλούς θα ήταν απλώς μια βαρετή καθυστέρηση. Για τον Μπράνσον, όμως, ήταν το “κλικ” που άλλαξε την ιστορία της αεροπλοΐας.
Από απελπισία σε μια επιχειρηματική πρόκληση
Αντί να αρχίσει τα παράπονα, ο Μπράνσον έκανε κάτι πολύ πιο πρακτικό: Νοίκιασε ένα αεροσκάφος. Για να μην το πληρώσει μόνος του, όμως, πήρε έναν μαρκαδόρο και έναν πίνακα, έγραψε πάνω του: «Virgin Airways – 39 δολάρια το εισιτήριο» κι άρχισε να περιδιαβαίνει τους χώρους του αεροδρομίου. Οι θέσεις πουλήθηκαν, φυσικά, σαν ζεστό ψωμί κι ο Μπράνσον όχι μόνο δεν έχασε, αλλά έβγαλε και κέρδος από αυτή την ιδέα. Έτσι γεννήθηκε κάτι μεγαλύτερο. Μια νέα αεροπορική εταιρεία.
Ο Μπράνσον, βέβαια, δεν ήταν πιλότος, δεν είχε αεροπλάνα, ούτε βαθιές τσέπες έτοιμες να γεμίσουν με δισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων. Διέθετε, όμως, επιχειρηματικό δαιμόνιο και το’ χε δείξει στον τομέα της δισκογραφίας. Το “big break” του ήρθε με τη μουσική στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν μετέτρεψε μια μικρή επιχείρηση πώλησης δίσκων σε μια δισκογραφική εταιρεία, τη Virgin Records. Το όνομα προέκυψε επειδή οι ίδιοι οι ιδρυτές ένιωθαν “παρθένοι” σε επιχειρηματικά εγχειρήματα. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι η Virgin Records στήριξε άλμπουμ και καλλιτέχνες που όλοι οι υπόλοιποι είχαν απορρίψει. Και το αισθητήριο ήταν τόσο καλό, που σύντομα έγινε παγκόσμιο φαινόμενο και οι δίσκοι πουλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα. Αντί να βάλει λεφτά στην αεροπορική εταιρεία που φαντάστηκε, ο Μπράνσον έβαλε… μυαλό. Βασίστηκε σε μια σειρά από έξυπνες και ριψοκίνδυνες κινήσεις, που όταν έγιναν πραγματικότητα φάνηκαν πολύ απλές. Κανείς, όμως, δεν τις είχε σκεφτεί νωρίτερα.
Η πρώτη ήταν η μίσθωση αεροπλάνων. Αντί να αγοράσει αεροσκάφος, που θα απαιτούσε τεράστιο κεφάλαιο, ο Μπράνσον κάλεσε την Boeing και κατάφερε να μισθώσει ένα μεταχειρισμένο Boeing 747, το οποίο βρισκόταν σχεδόν παροπλισμένο. Με αυτόν τον τρόπο απέφυγε να δεσμεύσει εκατομμύρια σε πάγιο εξοπλισμό. Στην ουσία ξεκίνησε την εταιρεία με λεφτά των μελλοντικών πελατών του! Δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε δολάριο από την τσέπη του. Το μάρκετινγκ και η αναγνωρισιμότητα της επωνυμίας Virgin του επέτρεψαν να πείσει συνεργάτες, προμηθευτές και μελλοντικούς επιβάτες να συμμετάσχουν στο εγχείρημα. Η εταιρεία πουλούσε εισιτήρια εκ των προτέρων και λάμβανε χρήματα πριν καν ξεκινήσει τα δρομολόγια!
Παράλληλα, η Virgin καθυστερούσε πληρωμές προς προμηθευτές καυσίμων και παρόχους υπηρεσιών. Αυτή η «τρύπα» ανάμεσα στα εισερχόμενα και τα εξερχόμενα μετρητά ήταν το υγρό καύσιμο που κράτησε την επιχείρηση στον αέρα χωρίς μεγάλα κεφάλαια. Έτσι, σε μια εποχή που οι αεροπορικές εταιρείες ήταν βαριές, γραφειοκρατικές και γεμάτες μεγάλα άλματα ρίσκου, ο Μπράνσον δημιούργησε μια αεροπορική εταιρεία χωρίς να πάρει δάνειο ούτε να δεσμεύσει δικά του χρήματα εκτός από τον… μαρκαδόρο που αγόρασε εκείνο το μεσημέρι στη Νέα Υόρκη.
“Εύρημα εκ του μηδενός”
Όμως, το κόλπο δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης. Ήταν αποτέλεσμα μιας τεχνικής που στον επιχειρηματικό κόσμο την αποκαλούν “creating something out of nothing”. Η αξιοποίηση προπληρωμών, η καθυστέρηση πληρωμών και μισθώσεων τον βοήθησε για να για να χτίσει ένα λειτουργικό, αν όχι αρχικά κερδοφόρο, επιχειρηματικό μοντέλο. Το story της πρώτου πτήσης, με την πινακίδα και τα $39 εισιτήρια, έγινε ο «μύθος γέννησης» μιας από τις πιο εμβληματικές αεροπορικές στον κόσμο, της Virgin Atlantic. Μέσα σε λίγα χρόνια, η εταιρεία που ξεκίνησε χωρίς ένα δολάριο ρίσκου ήταν ανταγωνιστική απέναντι σε κολοσσούς.
Το ξεκίνημά της, η Virgin Atlantic αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό, ακόμη και ειρωνεία. Για πολλούς ήταν παράλογο να πετάξει μια μικρή εταιρεία απέναντι σε εταιρείες με τεράστια κεφάλαια, όπως η British Airways, η Pan Am και η TWA. Αλλά ο Μπράνσον είχε ένα βασικό πλεονέκτημα: ήξερε ότι οι επιβάτες ήθελαν μια καλύτερη εμπειρία πτήσης, όχι απλώς ένα άλλο δρομολόγιο. Η Virgin Atlantic έγινε η αντίδραση στην βαρετή και «σοβαρή» αεροπορία της εποχής.
Παρά τις αρχικές επιτυχίες, τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα. Η εταιρεία χρειάστηκε κεφάλαια και στο τέλος του 1992, όταν οι τράπεζες άσκησαν πίεση, ο Μπράνσον πούλησε τη δισκογραφική Virgin Records στη Thorn-EMI για περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ώστε να συγκεντρώσει χρήματα για να κρατήσει την αεροπορική στον αέρα. Μια απόφαση που, όπως έχει πει ο ίδιος, τον συγκλόνισε συναισθηματικά. Αλλά το σχέδιο δούλεψε. Η Virgin Atlantic όχι μόνο επιβίωσε, αλλά ανέβασε τον πήχη στον τομέα των πτήσεων, ενσωματώνοντας άνεση, service και προσωπικότητα σε μια βιομηχανία που μέχρι τότε θεωρούσε τη διασκέδαση περιττή πολυτέλεια.
Σήμερα η Virgin Atlantic λειτουργεί με 45 αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας, με βάση στο Λονδίνο και δρομολόγια σε περισσότερες από 25 χώρες. Ο στόλος περιλαμβάνει Airbus A330neo, A350‑1000 και Boeing 787‑9 Dreamliners, με μέση ηλικία ούτε επτά ετών, από τους πιο σύγχρονους στον κόσμο. Καμία σχέση με το παροπλισμένο νοικιασμένο Boeing 747 του 1984. Τα έσοδα άγγιξαν τα 4 δισ. δολάρια, ποσό ρεκόρ για την εταιρεία, με σημαντική αύξηση της ζήτησης, ειδικά για business και leisure ταξίδια. Το 2024 ήταν η πρώτη χρονιά από την πανδημία που η Virgin Atlantic γύρισε σε κέρδη προ φόρων, με 25 εκατ. δολάρια, επιστρέφοντας στη βιωσιμότητα μετά από χρόνια ζημιών.
Πηγή: newmoney.gr
Πώς φτιάχνεις μια αεροπορική εταιρεία με μηδέν λεφτά
Ο Ρίτσαρντ Μπράνσον ίδρυσε την Virgin Atlantic χωρίς να επενδύσει δικά του χρήματα, χρησιμοποιώντας μια έξυπνη στρατηγική μίσθωσης αεροπλάνων και προπώλησης εισιτηρίων. Ξεκίνησε όταν, απογοητευμένος από μια ακυρωμένη πτήση, νοίκιασε ένα αεροπλάνο και πούλησε θέσεις σε άλλους επιβάτες, δημιουργώντας ένα κέρδος. Αντί να αγοράσει αεροσκάφη, μίσθωσε ένα μεταχειρισμένο Boeing 747, αποφεύγοντας τεράστια κεφάλαια. Η εταιρεία λάμβανε χρήματα από την προπώληση εισιτηρίων πριν καν ξεκινήσει τα δρομολόγια και καθυστερούσε τις πληρωμές προς τους προμηθευτές, δημιουργώντας ένα πλεόνασμα ρευστότητας. Η επιτυχία της Virgin Records, η οποία στήριξε καλλιτέχνες που είχαν απορριφθεί από άλλες εταιρείες, έδωσε στον Μπράνσον την αναγνωρισιμότητα και την εμπιστοσύνη που χρειαζόταν για να προσελκύσει πελάτες και συνεργάτες.
You Might Also Like
Ο άνθρωπος πίσω από την εκτόξευση του YouTube
Δεκ 11
Βενεζουέλα: Το επικίνδυνο παιχνίδι της Chevron
Δεκ 21
Ντέμης Χασάμπης: Τι ετοιμάζει ο Ελληνοκύπριος «σκακιστής» της τεχνητής νοημοσύνης στην Google
Δεκ 26
Οι 15 viral στιγμές που… σάρωσαν το διαδίκτυο το 2025
Δεκ 27
Από το σεξ απίλ έως την ακροδεξιά, η Μπριζίτ Μπαρντό συμβόλιζε μια Γαλλία σε μετάβαση
Δεκ 29